περίτροχος: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peritrochos
|Transliteration C=peritrochos
|Beta Code=peri/troxos
|Beta Code=peri/troxos
|Definition=ον <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">circular</b>, of a star in a horse's forehead, π. ἠΰτε μήνη <span class="bibl">Il.23.455</span> ; of the sun or moon, <span class="bibl">A.R.3.1229</span>, <span class="bibl">Tryph.518</span> ; of a hat, <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>124</span> ; of a <b class="b2">round</b> lake, π. ὕδασι λίμνη <span class="bibl">D.P.987</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> neut.pl.as Adv., = [[περιτρόχαλα]], περίτροχα κείρεσθαι <span class="bibl">Agath.1.3</span>.</span>
|Definition=περίτροχον<br><span class="bld">A</span> [[circular]], of a star in a horse's forehead, π. ἠΰτε μήνη Il.23.455; of the sun or moon, A.R.3.1229, Tryph.518; of a hat, Call.''Fr.''124; of a [[round]] lake, π. ὕδασι λίμνη D.P.987.<br><span class="bld">II</span> neut.pl.as adverb, = [[περιτρόχαλα]], περίτροχα κείρεσθαι Agath.1.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0597.png Seite 597]] herumlaufend, daher rund, Il. 23, 455.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0597.png Seite 597]] herumlaufend, daher rund, Il. 23, 455.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tourne tout autour ; circulaire, rond.<br />'''Étymologie:''' [[περιτρέχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περίτροχος -ον [περιτρέχω] [[rond]].
}}
{{elru
|elrutext='''περίτροχος:''' бегущий кругом, описывающий круг, т. е. круглый ([[σῆμα]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περίτροχος''': -ον, [[κυκλοτερής]], [[στρογγύλος]], [[περιφερής]], ἐπὶ σεληνοειδοῦς σήματος ἐπὶ τοῦ μετώπου ἵππου, Ἰλ. Ψ. 455· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1229, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-.) 518· ἐπὶ πίλου, Καλλ. Ἀποσπ. 124. ΙΙ. παθ., [[περίτροχος]] ὕδασι [[λίμνη]], «κυκλοτερὴς τοῖς ὕδασι» (παράφρασ.), Διον. Π. 987.
|lstext='''περίτροχος''': -ον, [[κυκλοτερής]], [[στρογγύλος]], [[περιφερής]], ἐπὶ σεληνοειδοῦς σήματος ἐπὶ τοῦ μετώπου ἵππου, Ἰλ. Ψ. 455· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1229, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-.) 518· ἐπὶ πίλου, Καλλ. Ἀποσπ. 124. ΙΙ. παθ., [[περίτροχος]] ὕδασι [[λίμνη]], «κυκλοτερὴς τοῖς ὕδασι» (παράφρασ.), Διον. Π. 987.
}}
{{Autenrieth
|auten=[[round]], Il. 23.455†.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περίτροχος]], -ον, ΝΜΑ [[περιτρέχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[περίτροχο]]<br />[[σύσκευο]] από [[σχοινί]] με κόμπους που χρησιμοποιείται για την [[ανολκή]] του σχοινιού ή της αλυσίδας της άγκυρας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κυκλοτερής]], [[σφαιρικός]] (α. «ἐν δὲ μετώπῳ [[λευκόν]] σῆμ' ἐτέτυκτο περίτροχον [[ἠύτε]] [[μήνη]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «περίτροχον [[φέγγος]] Ἠελίου», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περίτροχα κείρομαι» — [[κόβω]] τα μαλλιά στο [[κάτω]] [[μέρος]] [[γύρω]] [[γύρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περίτροχος:''' -ον, [[κυκλικός]], [[στρογγυλός]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περί]]-τροχος, ον,<br />[[circular]], [[round]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίτροχος Medium diacritics: περίτροχος Low diacritics: περίτροχος Capitals: ΠΕΡΙΤΡΟΧΟΣ
Transliteration A: perítrochos Transliteration B: peritrochos Transliteration C: peritrochos Beta Code: peri/troxos

English (LSJ)

περίτροχον
A circular, of a star in a horse's forehead, π. ἠΰτε μήνη Il.23.455; of the sun or moon, A.R.3.1229, Tryph.518; of a hat, Call.Fr.124; of a round lake, π. ὕδασι λίμνη D.P.987.
II neut.pl.as adverb, = περιτρόχαλα, περίτροχα κείρεσθαι Agath.1.3.

German (Pape)

[Seite 597] herumlaufend, daher rund, Il. 23, 455.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tourne tout autour ; circulaire, rond.
Étymologie: περιτρέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίτροχος -ον [περιτρέχω] rond.

Russian (Dvoretsky)

περίτροχος: бегущий кругом, описывающий круг, т. е. круглый (σῆμα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

περίτροχος: -ον, κυκλοτερής, στρογγύλος, περιφερής, ἐπὶ σεληνοειδοῦς σήματος ἐπὶ τοῦ μετώπου ἵππου, Ἰλ. Ψ. 455· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1229, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-.) 518· ἐπὶ πίλου, Καλλ. Ἀποσπ. 124. ΙΙ. παθ., περίτροχος ὕδασι λίμνη, «κυκλοτερὴς τοῖς ὕδασι» (παράφρασ.), Διον. Π. 987.

English (Autenrieth)

round, Il. 23.455†.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίτροχος, -ον, ΝΜΑ περιτρέχω
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το περίτροχο
σύσκευο από σχοινί με κόμπους που χρησιμοποιείται για την ανολκή του σχοινιού ή της αλυσίδας της άγκυρας
μσν.-αρχ.
1. κυκλοτερής, σφαιρικός (α. «ἐν δὲ μετώπῳ λευκόν σῆμ' ἐτέτυκτο περίτροχον ἠύτε μήνη», Ομ. Ιλ.
β. «περίτροχον φέγγος Ἠελίου», Απολλ. Ρόδ.)
2. φρ. «περίτροχα κείρομαι» — κόβω τα μαλλιά στο κάτω μέρος γύρω γύρω.

Greek Monotonic

περίτροχος: -ον, κυκλικός, στρογγυλός, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

περί-τροχος, ον,
circular, round, Il.