πολυχανδής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polychandis
|Transliteration C=polychandis
|Beta Code=poluxandh/s
|Beta Code=poluxandh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[wide-yawning]], [[capacious]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>56</span>; <b class="b3">ψυχῆς π. κόλπον</b> <span class="title">Stud.Ital.</span> (N.S.) 2.398 (Crete); κρωσσός <span class="bibl">Theoc.13.46</span>; ὅλμος <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>951</span>; λαιμός <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>11.162</span>; νηδύς <span class="bibl">Q.S.1.527</span>; σίμβλος <span class="bibl">Tryph.535</span>: in late Prose, κοτύλη -εστέρα <span class="bibl">Them. <span class="title">Or.</span>23.299c</span>.</span>
|Definition=πολυχανδές, [[wide-yawning]], [[capacious]], Orph.''Fr.''56; <b class="b3">ψυχῆς π. κόλπον</b> ''Stud.Ital.'' (N.S.) 2.398 (Crete); κρωσσός Theoc.13.46; ὅλμος Nic.''Th.''951; λαιμός [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 11.162; νηδύς Q.S.1.527; σίμβλος Tryph.535: in late Prose, κοτύλη -εστέρα Them. ''Or.''23.299c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0676.png Seite 676]] ές, viel fassend; [[ὅλμος]], Nic. Th. 951; [[λαιμός]], Nonn. D. 11, 162.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0676.png Seite 676]] ές, viel fassend; [[ὅλμος]], Nic. Th. 951; [[λαιμός]], Nonn. D. 11, 162.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui contient beaucoup]], [[de vaste capacité]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χανδάνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυχανδής -ές &#91;[[πολύς]], [[χανδάνω]]] [[met grote inhoud]], [[ruim]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυχανδής:''' [[много вмещающий]], [[объемистый]] ([[κρωσσός]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠχανδής''': -ές, ἐπὶ ὑδροφόρου ἀγγείου, τὸ πολὺ χωροῦν, πολυχανδέα κρωσσὸν Θεόκρ. 13. 46· [[ὅλμος]] Νικ. Θηρ. 951· [[κοτύλη]] πολυχανδεστέρα Θεμίστ. 299C. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυχανδέα· πολλὰ χωροῦσαν».
|lstext='''πολῠχανδής''': -ές, ἐπὶ ὑδροφόρου ἀγγείου, τὸ πολὺ χωροῦν, πολυχανδέα κρωσσὸν Θεόκρ. 13. 46· [[ὅλμος]] Νικ. Θηρ. 951· [[κοτύλη]] πολυχανδεστέρα Θεμίστ. 299C. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυχανδέα· πολλὰ χωροῦσαν».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui contient beaucoup, de vaste capacité.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χανδάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[υδροφόρα]] αγγεία) αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[χωρητικότητα]], που χωράει [[πολλά]]<br /><b>2.</b> [[ευρύχωρος]], [[φαρδύς]] («[[λαιμὸς]] [[πολυχανδής]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χανδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χανδάνω]] «[[περιλαμβάνω]], [[περιέχω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ευρυ</i>-<i>χανδής</i>].
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[υδροφόρα]] αγγεία) αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[χωρητικότητα]], που χωράει [[πολλά]]<br /><b>2.</b> [[ευρύχωρος]], [[φαρδύς]] («[[λαιμὸς]] [[πολυχανδής]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χανδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χανδάνω]] «[[περιλαμβάνω]], [[περιέχω]]»), [[πρβλ]]. [[ευρυχανδής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῠχανδής:''' -ές ([[χανδάνω]]), αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[χωρητικότητα]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''πολῠχανδής:''' -ές ([[χανδάνω]]), αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[χωρητικότητα]], σε Θεόκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυχανδής -ές [πολύς, χανδάνω] met grote inhoud, ruim.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυχανδής:''' много вмещающий, объемистый ([[κρωσσός]] Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-χανδής, ές [[χανδάνω]]<br />[[wide]]-[[yawning]], Theocr.
|mdlsjtxt=πολῠ-χανδής, ές [[χανδάνω]]<br />[[wide]]-[[yawning]], Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχανδής Medium diacritics: πολυχανδής Low diacritics: πολυχανδής Capitals: ΠΟΛΥΧΑΝΔΗΣ
Transliteration A: polychandḗs Transliteration B: polychandēs Transliteration C: polychandis Beta Code: poluxandh/s

English (LSJ)

πολυχανδές, wide-yawning, capacious, Orph.Fr.56; ψυχῆς π. κόλπον Stud.Ital. (N.S.) 2.398 (Crete); κρωσσός Theoc.13.46; ὅλμος Nic.Th.951; λαιμός Nonn. D. 11.162; νηδύς Q.S.1.527; σίμβλος Tryph.535: in late Prose, κοτύλη -εστέρα Them. Or.23.299c.

German (Pape)

[Seite 676] ές, viel fassend; ὅλμος, Nic. Th. 951; λαιμός, Nonn. D. 11, 162.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui contient beaucoup, de vaste capacité.
Étymologie: πολύς, χανδάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυχανδής -ές [πολύς, χανδάνω] met grote inhoud, ruim.

Russian (Dvoretsky)

πολυχανδής: много вмещающий, объемистый (κρωσσός Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχανδής: -ές, ἐπὶ ὑδροφόρου ἀγγείου, τὸ πολὺ χωροῦν, πολυχανδέα κρωσσὸν Θεόκρ. 13. 46· ὅλμος Νικ. Θηρ. 951· κοτύλη πολυχανδεστέρα Θεμίστ. 299C. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυχανδέα· πολλὰ χωροῦσαν».

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
1. (κυρίως για υδροφόρα αγγεία) αυτός που έχει μεγάλη χωρητικότητα, που χωράει πολλά
2. ευρύχωρος, φαρδύςλαιμὸς πολυχανδής», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χανδής (< χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω»), πρβλ. ευρυχανδής].

Greek Monotonic

πολῠχανδής: -ές (χανδάνω), αυτός που έχει μεγάλη χωρητικότητα, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

πολῠ-χανδής, ές χανδάνω
wide-yawning, Theocr.