κορυβαντιάω: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koryvantiao
|Transliteration C=koryvantiao
|Beta Code=korubantia/w
|Beta Code=korubantia/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[celebrate the rites of the Corybantes]], to [[be filled with Corybantic frenzy]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cri.</span>54d</span>, <span class="bibl"><span class="title">Smp.</span>215e</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ion</span> 533e</span>, <span class="bibl">536c</span>; K. <b class="b3">περί τι</b> to [[be infatuated]] about a thing, Longin.5: in <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>8</span>, comically, of a drowsy person [[nodding and suddenly starting up]], cf. <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>11.147</span>.</span>
|Definition=[[celebrate the rites of the Corybantes]], to [[be filled with Corybantic frenzy]], Pl.''Cri.''54d, ''Smp.''215e, ''Ion'' 533e, 536c; K. <b class="b3">περί τι</b> to [[be infatuated]] about a thing, Longin.5: in Ar.''V.''8, comically, of a drowsy person [[nodding and suddenly starting up]], cf. Plin.''HN''11.147.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''Κορῠβαντιάω''': μέλλ. -άσω. τελῶ τὰς τελετὰς τῶν Κορυβάντων, πληροῦμαι μανίας ἢ ἐνθουσιασμοῦ Κορυβαντικοῦ, Πλάτ. Κρίτων 54D, Συμπ. 215Ε, Ἴων 534Α, 536C· Κ. [[περί]] τι, εἶμαι κατενθουσιασμένος καὶ [[ἔξαλλος]] ἐπί τινι, Λογγῖν. 5. 1· ― «τῶν δὲ Κορυβάντων ὀρχηστικῶν καὶ ἐνθουσιαστικῶν ὄντων καὶ τοὺς μανικῶς κινουμένους κορυβαντιᾶν φαμὲν» Στράβ. 413· ― ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 8, κωμικῶς ἐπὶ τοῦ νυστάζοντος [[ὅστις]] κατανεύει καὶ αἰφνιδίως [[πάλιν]] ἀνεγείρει τὴν κεφαλήν, πρβλ. Πλίν. 11. 54.
|btext=[[κορυβαντιῶ]] :<br />[[être agité d'un transport de Corybante]].<br />'''Étymologie:''' [[Κορύβαντες]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 19: Line 19:
|mdlsjtxt=Κορῠβαντιάω, fut. -άσω<br />to be [[filled]] with Corybantic [[frenzy]], Plat.:—in Ar., [[comically]], of a [[drowsy]] [[person]] [[suddenly]] starting up. [from [[Κορύβας]]
|mdlsjtxt=Κορῠβαντιάω, fut. -άσω<br />to be [[filled]] with Corybantic [[frenzy]], Plat.:—in Ar., [[comically]], of a [[drowsy]] [[person]] [[suddenly]] starting up. [from [[Κορύβας]]
}}
}}
{{bailly
{{ls
|btext=[[κορυβαντιῶ]] :<br />être agité d’un transport de Corybante.<br />'''Étymologie:''' [[Κορύβαντες]].
|lstext='''Κορῠβαντιάω''': μέλλ. -άσω. τελῶ τὰς τελετὰς τῶν Κορυβάντων, πληροῦμαι μανίας ἢ ἐνθουσιασμοῦ Κορυβαντικοῦ, Πλάτ. Κρίτων 54D, Συμπ. 215Ε, Ἴων 534Α, 536C· Κ. [[περί]] τι, εἶμαι κατενθουσιασμένος καὶ [[ἔξαλλος]] ἐπί τινι, Λογγῖν. 5. 1· ― «τῶν δὲ Κορυβάντων ὀρχηστικῶν καὶ ἐνθουσιαστικῶν ὄντων καὶ τοὺς μανικῶς κινουμένους κορυβαντιᾶν φαμὲν» Στράβ. 413· ― ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 8, κωμικῶς ἐπὶ τοῦ νυστάζοντος [[ὅστις]] κατανεύει καὶ αἰφνιδίως [[πάλιν]] ἀνεγείρει τὴν κεφαλήν, πρβλ. Πλίν. 11. 54.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κορῠβαντιάω:''' справлять обряды корибантов, бесноваться как корибанты Plat., Arph.
|elrutext='''κορῠβαντιάω:''' [[справлять обряды корибантов]], [[бесноваться как корибанты]] Plat., Arph.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κορυβαντιάω [Κορύβας] dansen als Corybanten; uitbr. buiten zichzelf zijn:. κορυβαντιᾷς; ben je niet goed snik? Aristoph. Ve. 8.
|elnltext=κορυβαντιάω [Κορύβας] dansen als Corybanten; uitbr. buiten zichzelf zijn:. κορυβαντιᾷς; ben je niet goed snik? Aristoph. Ve. 8.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ (=τελῶ τίς τελετές τῶν Κορυβάντων, εἶμαι γεμάτος ἀπό [[μανία]] Κορυβαντική. Ἀπό τό [[Κορύβας]] ([[ἴσως]] ἀπό τό [[κόρυς]] -υθος = [[περικεφαλαία]]). Οἱ [[Κορύβαντες]] [[ἦσαν]] ἱερεῖς τῆς Ῥέας-Κυβέλης στή [[Φρυγία]], πού γιόρταζαν μέ τρελό ἐνθουσιασμό καί χορούς [[κάτω]] ἀπό ἄγρια [[μουσική]].
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠβαντιάω Medium diacritics: κορυβαντιάω Low diacritics: κορυβαντιάω Capitals: ΚΟΡΥΒΑΝΤΙΑΩ
Transliteration A: korybantiáō Transliteration B: korybantiaō Transliteration C: koryvantiao Beta Code: korubantia/w

English (LSJ)

celebrate the rites of the Corybantes, to be filled with Corybantic frenzy, Pl.Cri.54d, Smp.215e, Ion 533e, 536c; K. περί τι to be infatuated about a thing, Longin.5: in Ar.V.8, comically, of a drowsy person nodding and suddenly starting up, cf. Plin.HN11.147.

French (Bailly abrégé)

κορυβαντιῶ :
être agité d'un transport de Corybante.
Étymologie: Κορύβαντες.

Greek Monotonic

Κορῠβαντιάω: μέλ. -άσω, είμαι γεμάτος Κορυβαντική μανία, σε Πλάτ.· στον Αριστοφ., κωμικά, λέγεται για νυσταγμένο άνθρωπο που τινάζεται ξαφνικά.

Middle Liddell

Κορῠβαντιάω, fut. -άσω
to be filled with Corybantic frenzy, Plat.:—in Ar., comically, of a drowsy person suddenly starting up. [from Κορύβας

Greek (Liddell-Scott)

Κορῠβαντιάω: μέλλ. -άσω. τελῶ τὰς τελετὰς τῶν Κορυβάντων, πληροῦμαι μανίας ἢ ἐνθουσιασμοῦ Κορυβαντικοῦ, Πλάτ. Κρίτων 54D, Συμπ. 215Ε, Ἴων 534Α, 536C· Κ. περί τι, εἶμαι κατενθουσιασμένος καὶ ἔξαλλος ἐπί τινι, Λογγῖν. 5. 1· ― «τῶν δὲ Κορυβάντων ὀρχηστικῶν καὶ ἐνθουσιαστικῶν ὄντων καὶ τοὺς μανικῶς κινουμένους κορυβαντιᾶν φαμὲν» Στράβ. 413· ― ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 8, κωμικῶς ἐπὶ τοῦ νυστάζοντος ὅστις κατανεύει καὶ αἰφνιδίως πάλιν ἀνεγείρει τὴν κεφαλήν, πρβλ. Πλίν. 11. 54.

Russian (Dvoretsky)

κορῠβαντιάω: справлять обряды корибантов, бесноваться как корибанты Plat., Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυβαντιάω [Κορύβας] dansen als Corybanten; uitbr. buiten zichzelf zijn:. κορυβαντιᾷς; ben je niet goed snik? Aristoph. Ve. 8.

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=τελῶ τίς τελετές τῶν Κορυβάντων, εἶμαι γεμάτος ἀπό μανία Κορυβαντική. Ἀπό τό Κορύβας (ἴσως ἀπό τό κόρυς -υθος = περικεφαλαία). Οἱ Κορύβαντες ἦσαν ἱερεῖς τῆς Ῥέας-Κυβέλης στή Φρυγία, πού γιόρταζαν μέ τρελό ἐνθουσιασμό καί χορούς κάτω ἀπό ἄγρια μουσική.