ἰόεις: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
(Autenrieth)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ioeis
|Transliteration C=ioeis
|Beta Code=i)o/eis
|Beta Code=i)o/eis
|Definition=[<b class="b3">ῐ], εσα, εν,</b> (ἴον) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">violet-coloured, dark</b>, ἰόεντα σίδηρον <span class="bibl">Il.23.850</span>, cf. Phoronis <span class="title">Fr.</span>2, <span class="bibl">Q.S.6.48</span>; ἰόεντα θάλασσαν <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>171</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> ἰόεις, (<b class="b3">ἰός</b> B) <b class="b2">poisonous</b>, ἄκανθαι Androm. ap. Gal.14.38 [who makes ῐ short; cf. foreg.11].</span>
|Definition=[ῐ], εσα, εν, ([[ἴον]])<br><span class="bld">A</span> [[violet-coloured]], [[dark]], ἰόεντα σίδηρον Il.23.850, cf. Phoronis ''Fr.''2, Q.S.6.48; ἰόεντα θάλασσαν Nic.''Al.''171.<br><span class="bld">II</span> ἰόεις, ([[ἰός]] B) [[poisonous]], ἄκανθαι Androm. ap. Gal.14.38 [who makes ῐ short; cf. [[ἰοειδής]] ΙΙ].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1256.png Seite 1256]] εσσα, εν, so heißt Il. 23, 850 das Eisen, τοξευτῇσι τίθει ἰόεντα [[σίδηρον]], was auf die Farbe bezogen wird, = [[ἰοειδής]], wie Nic. Al. 171 ἰόεντα θάλασσαν sagt, od. "rostig", od. "zu Pfeilen (ἰός) "tauglich" erklärt wird (εἰς ἰοὺς εὐθετοῦντα, εἰς βελῶν ἐργασίαν ἐπιτήδειον), wogegen die Kürze des ι spricht, wenn nicht per synizesin ἰόεντα dreisylbig wird, wie φοινικόεσσα, λωτεῦντα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1256.png Seite 1256]] εσσα, εν, so heißt Il. 23, 850 das Eisen, τοξευτῇσι τίθει ἰόεντα [[σίδηρον]], was auf die Farbe bezogen wird, = [[ἰοειδής]], wie Nic. Al. 171 ἰόεντα θάλασσαν sagt, od. "rostig", od. "zu Pfeilen (ἰός) "tauglich" erklärt wird (εἰς ἰοὺς εὐθετοῦντα, εἰς βελῶν ἐργασίαν ἐπιτήδειον), wogegen die Kürze des ι spricht, wenn nicht per synizesin ἰόεντα dreisylbig wird, wie φοινικόεσσα, λωτεῦντα.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ἰόεσσα, ἰόεν;<br /><i>c.</i> [[ἰοειδής]]¹.<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰόεις:''' ἰόεσσα, ἰόεν [[ἴον]] темно-синий, темный ([[σίδηρος]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰόεις''': εσσα, εν, (ἴον) ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ἴου, [[μέλας]], ἰόεντα [[σίδηρον]] Ἰλ. Ψ. 850· ἰόεντα θάλασσαν Νικ. Ἀλ. 171.
|lstext='''ἰόεις''': εσσα, εν, (ἴον) ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ἴου, [[μέλας]], ἰόεντα [[σίδηρον]] Ἰλ. Ψ. 850· ἰόεντα θάλασσαν Νικ. Ἀλ. 171.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ἰόεσσα, ἰόεν;<br /><i>c.</i> [[ἰοειδής]]¹.<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=εσσα (ϝίον) = [[ἰοειδής]], of [[iron]], Il. 23.850†.
|auten=εσσα (ϝίον) = [[ἰοειδής]], of [[iron]], Il. 23.850†.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἰόεις]], -εσσα, -εν (Α) [[ίον]]<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ίου, [[ιώδης]], [[σκοτεινόχρωμος]], [[μαύρος]] («ἰόεντα [[σίδηρον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />[[ἰόεις]], -εσσα, -εν (Α) [<i>ιός</i> (III)]<br />[[ιοειδής]] (II), αυτός που περιέχει ιό, [[δηλητήριο]], ο [[δηλητηριώδης]], ο [[φαρμακερός]], («ἰόεσσαι ἄκανθαι», <b>Γαλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰόεις:''' -εσσα[ῐ], -εν ([[ἴον]]), αυτός που έχει βιολετί [[χρώμα]], [[μελανός]], [[σκουρόχρωμος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἰόεις]], εσσα, εν [ἴον]<br />[[violet]]-coloured, [[dark]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰόεις Medium diacritics: ἰόεις Low diacritics: ιόεις Capitals: ΙΟΕΙΣ
Transliteration A: ióeis Transliteration B: ioeis Transliteration C: ioeis Beta Code: i)o/eis

English (LSJ)

[ῐ], εσα, εν, (ἴον)
A violet-coloured, dark, ἰόεντα σίδηρον Il.23.850, cf. Phoronis Fr.2, Q.S.6.48; ἰόεντα θάλασσαν Nic.Al.171.
II ἰόεις, (ἰός B) poisonous, ἄκανθαι Androm. ap. Gal.14.38 [who makes ῐ short; cf. ἰοειδής ΙΙ].

German (Pape)

[Seite 1256] εσσα, εν, so heißt Il. 23, 850 das Eisen, τοξευτῇσι τίθει ἰόεντα σίδηρον, was auf die Farbe bezogen wird, = ἰοειδής, wie Nic. Al. 171 ἰόεντα θάλασσαν sagt, od. "rostig", od. "zu Pfeilen (ἰός) "tauglich" erklärt wird (εἰς ἰοὺς εὐθετοῦντα, εἰς βελῶν ἐργασίαν ἐπιτήδειον), wogegen die Kürze des ι spricht, wenn nicht per synizesin ἰόεντα dreisylbig wird, wie φοινικόεσσα, λωτεῦντα.

French (Bailly abrégé)

1ἰόεσσα, ἰόεν;
c. ἰοειδής¹.
Étymologie: ἴον.

Russian (Dvoretsky)

ἰόεις: ἰόεσσα, ἰόεν ἴον темно-синий, темный (σίδηρος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰόεις: εσσα, εν, (ἴον) ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἴου, μέλας, ἰόεντα σίδηρον Ἰλ. Ψ. 850· ἰόεντα θάλασσαν Νικ. Ἀλ. 171.

English (Autenrieth)

εσσα (ϝίον) = ἰοειδής, of iron, Il. 23.850†.

Greek Monolingual

(I)
ἰόεις, -εσσα, -εν (Α) ίον
αυτός που έχει το χρώμα του ίου, ιώδης, σκοτεινόχρωμος, μαύρος («ἰόεντα σίδηρον», Ομ. Ιλ.).
(II)
ἰόεις, -εσσα, -εν (Α) [ιός (III)]
ιοειδής (II), αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός, («ἰόεσσαι ἄκανθαι», Γαλ.).

Greek Monotonic

ἰόεις: -εσσα[ῐ], -εν (ἴον), αυτός που έχει βιολετί χρώμα, μελανός, σκουρόχρωμος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἰόεις, εσσα, εν [ἴον]
violet-coloured, dark, Il.