φρόνις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fronis
|Transliteration C=fronis
|Beta Code=fro/nis
|Beta Code=fro/nis
|Definition=εως, ἡ, (φρήν, φρονέω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[prudence]], [[wisdom]], <b class="b3">περὶ οἶδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων</b> [Nestor] knows the customs and [[wisdom]] above other men, <span class="bibl">Od.3.244</span>; <b class="b3">κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλήν</b> he brought back much [[wisdom]] from Troy, <span class="bibl">4.258</span>, cf. Lyc. 1456, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.653</span>.</span>
|Definition=-εως, ἡ, ([[φρήν]], [[φρονέω]]) [[prudence]], [[wisdom]], <b class="b3">περὶ οἶδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων</b> [Nestor] knows the customs and [[wisdom]] above other men, Od.3.244; <b class="b3">κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλήν</b> he brought back much [[wisdom]] from [[Troy]], 4.258, cf. Lyc. 1456, Opp.''H.''1.653.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1309.png Seite 1309]] ἡ, Verstand, Klugheit, Einsicht; περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων Od. 3, 244; Kunde, Kenntniß, κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλήν 4, 258, er brachte viele Kunde oder Kundschaft aus Troja zurück (wo er sich eingeschlichen hatte); sp. D., wie Lycophr. 1456 Oppian. Hal. 1, 653.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1309.png Seite 1309]] ἡ, Verstand, Klugheit, Einsicht; περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων Od. 3, 244; Kunde, Kenntniß, κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλήν 4, 258, er brachte viele Kunde oder Kundschaft aus Troja zurück (wo er sich eingeschlichen hatte); sp. D., wie Lycophr. 1456 Oppian. Hal. 1, 653.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[intelligence]], [[bon sens]], [[sagesse]];<br /><b>2</b> [[connaissances acquises]], [[expérience]].<br />'''Étymologie:''' [[φρήν]].
}}
{{elru
|elrutext='''φρόνις:''' εως ἡ [[разум]], [[благоразумие]], [[рассудительность]] Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φρόνις''': -εως, ἡ, ([[φρήν]], [[φρονέω]]), [[φρόνησις]], [[σύνεσις]], περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων, [ὁ [[Νέστωρ]]] γινώσκει [[καλῶς]] τὰς συνηθείας καὶ τὴν φρόνησιν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, Ὀδ. Γ. 244· κατὰ δὲ φρόνιν ἤγαγε πολλήν, «κατήγαγεν εἰς τοὺς Ἕλληνας φρόνιν, ὅ ἐστι φρόνησιν πολλήν, συνετώτατος δόξας» (Εὐστ.), Δ. 358, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 653, Λυκόφρ. 1456.
|lstext='''φρόνις''': -εως, ἡ, ([[φρήν]], [[φρονέω]]), [[φρόνησις]], [[σύνεσις]], περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων, [ὁ [[Νέστωρ]]] γινώσκει [[καλῶς]] τὰς συνηθείας καὶ τὴν φρόνησιν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, Ὀδ. Γ. 244· κατὰ δὲ φρόνιν ἤγαγε πολλήν, «κατήγαγεν εἰς τοὺς Ἕλληνας φρόνιν, ὅ ἐστι φρόνησιν πολλήν, συνετώτατος δόξας» (Εὐστ.), Δ. 358, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 653, Λυκόφρ. 1456.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> intelligence, bon sens, sagesse;<br /><b>2</b> connaissances acquises, expérience.<br />'''Étymologie:''' [[φρήν]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-εως, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[φρόνηση]], [[σύνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φρον</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας της λ. [[φρήν]], <i>φρενός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κόν</i>-<i>ις</i>, <i>πόλ</i>-<i>ις</i>). Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί [[υστερογενώς]] κατ' [[επίδραση]] του <i>φρόν</i>-<i>ι</i>-<i>μος</i>].
|mltxt=-εως, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[φρόνηση]], [[σύνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φρον</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας της λ. [[φρήν]], <i>φρενός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i> ([[πρβλ]]. [[κόνις]], [[πόλις]]). Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί [[υστερογενώς]] κατ' [[επίδραση]] του <i>φρόν</i>-<i>ι</i>-<i>μος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρόνις:''' -εως, ἡ ([[φρήν]]), [[φρόνηση]], [[σύνεση]], <i>περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων</i>, (ο [[Νέστωρ]]) γνωρίζει [[καλά]] τις συνήθειες και τη [[φρόνηση]] των άλλων ανθρώπων, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλή</i>, έφερε πολλή [[σύνεση]] από την [[Τροία]], στο ίδ.
|lsmtext='''φρόνις:''' -εως, ἡ ([[φρήν]]), [[φρόνηση]], [[σύνεση]], <i>περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων</i>, (ο [[Νέστωρ]]) γνωρίζει [[καλά]] τις συνήθειες και τη [[φρόνηση]] των άλλων ανθρώπων, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλή</i>, έφερε πολλή [[σύνεση]] από την [[Τροία]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φρόνις:''' εως ἡ разум, благоразумие, рассудительность Hom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φρόνις]], εως, [[φρήν]]<br />[[prudence]], [[wisdom]], περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων [[Nestor]] knows well the [[customs]] and [[wisdom]] of [[other]] men, Od.; κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλήν he brought [[back]] [[much]] [[wisdom]] from [[Troy]], Od.
|mdlsjtxt=[[φρόνις]], εως, [[φρήν]]<br />[[prudence]], [[wisdom]], περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων [[Nestor]] knows well the [[customs]] and [[wisdom]] of [[other]] men, Od.; κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλήν he brought [[back]] [[much]] [[wisdom]] from [[Troy]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρόνις Medium diacritics: φρόνις Low diacritics: φρόνις Capitals: ΦΡΟΝΙΣ
Transliteration A: phrónis Transliteration B: phronis Transliteration C: fronis Beta Code: fro/nis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (φρήν, φρονέω) prudence, wisdom, περὶ οἶδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων [Nestor] knows the customs and wisdom above other men, Od.3.244; κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλήν he brought back much wisdom from Troy, 4.258, cf. Lyc. 1456, Opp.H.1.653.

German (Pape)

[Seite 1309] ἡ, Verstand, Klugheit, Einsicht; περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων Od. 3, 244; Kunde, Kenntniß, κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλήν 4, 258, er brachte viele Kunde oder Kundschaft aus Troja zurück (wo er sich eingeschlichen hatte); sp. D., wie Lycophr. 1456 Oppian. Hal. 1, 653.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 intelligence, bon sens, sagesse;
2 connaissances acquises, expérience.
Étymologie: φρήν.

Russian (Dvoretsky)

φρόνις: εως ἡ разум, благоразумие, рассудительность Hom.

Greek (Liddell-Scott)

φρόνις: -εως, ἡ, (φρήν, φρονέω), φρόνησις, σύνεσις, περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων, [ὁ Νέστωρ] γινώσκει καλῶς τὰς συνηθείας καὶ τὴν φρόνησιν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, Ὀδ. Γ. 244· κατὰ δὲ φρόνιν ἤγαγε πολλήν, «κατήγαγεν εἰς τοὺς Ἕλληνας φρόνιν, ὅ ἐστι φρόνησιν πολλήν, συνετώτατος δόξας» (Εὐστ.), Δ. 358, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 653, Λυκόφρ. 1456.

English (Autenrieth)

ιος (φρήν): knowledge, counsel; muchinformation,’ Od. 4.258.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) φρόνηση, σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρον- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας της λ. φρήν, φρενός + κατάλ. -ις (πρβλ. κόνις, πόλις). Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί υστερογενώς κατ' επίδραση του φρόν-ι-μος].

Greek Monotonic

φρόνις: -εως, ἡ (φρήν), φρόνηση, σύνεση, περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων, (ο Νέστωρ) γνωρίζει καλά τις συνήθειες και τη φρόνηση των άλλων ανθρώπων, σε Ομήρ. Οδ.· κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλή, έφερε πολλή σύνεση από την Τροία, στο ίδ.

Middle Liddell

φρόνις, εως, φρήν
prudence, wisdom, περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων Nestor knows well the customs and wisdom of other men, Od.; κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλήν he brought back much wisdom from Troy, Od.