Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκροθιγής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(big3_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akrothigis
|Transliteration C=akrothigis
|Beta Code=a)kroqigh/s
|Beta Code=a)kroqigh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">touching on surface, touching the lips</b>, φίλημα <span class="title">AP</span> 12.68 (Mel.): metaph., ἀ. περὶ τὰς πράξεις <span class="bibl">Vett.Val.40.1</span>. Adv. <b class="b3">ἀκροθιγῶς, ἐμβάπτειν</b> <b class="b2">just</b> dip in, <b class="b2">so that it is hardly wetted</b>, Dsc.2.83: metaph., ἀ. εἴρηται Marin.<span class="title">Procl.</span>26, cf. <span class="bibl">Vett.Val.271.11</span>, <span class="bibl">Men.Rh. p.417</span> S.</span>
|Definition=ἀκροθιγές, [[touching on surface]], [[touching the lips]], φίλημα ''AP'' 12.68 (Mel.): metaph., ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.40.1. Adv. [[ἀκροθιγῶς]], [[ἐμβάπτειν]] [[just]] dip in, [[so that it is hardly wetted]], Dsc.2.83: metaph., ἀ. εἴρηται Marin.''Procl.''26, cf. Vett.Val.271.11, Men.Rh. p.417 S.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀκροθῐγής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[que toca superficialmente]], [[ligero]], [[leve]] φίλημα <i>AP</i> 12.68 (Mel.)<br /><b class="num">•</b>fig. [[superficial]] ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.39.12.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[ligeramente]] ἐμβάπτειν Dsc.2.83.2<br /><b class="num">•</b>fig. [[superficialmente]] ἀ. πῶς εἴρηται Marin.<i>Procl</i>.26.57, Men.Rh.417.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0083.png Seite 83]] ές, leicht berührend, [[φίλημα]], Mel. 14 (XII, 68). – Adv. -γῶς, Sp.; übh. leicht, obenhin, ἐφάπτεσθαι Men. rhet. IX p. 286.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0083.png Seite 83]] ές, leicht berührend, [[φίλημα]], Mel. 14 (XII, 68). – Adv. -γῶς, Sp.; übh. leicht, obenhin, ἐφάπτεσθαι Men. rhet. IX p. 286.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui touche la surface]], [[qui effleure]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[θιγεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκροθῐγής:''' [[слегка прикасающийся]], [[легкий]] ([[φίλημα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκροθῐγής''': -ές, θιγγάνων, ἐγγίζων τὴν ἐπιφάνειαν, τὰ χείλη˙ [[φίλημα]], Ἀνθ. Π. 12, 68. - Ἐπίρρ., ἀκροθιγῶς ἐμβάπτειν, ἐμβάπτειν ὀλίγον μόνον, [[ὥστε]] [[μόλις]] νὰ ὑγρανθῇ, Διοσκ. 2. 105.
|lstext='''ἀκροθῐγής''': -ές, θιγγάνων, ἐγγίζων τὴν ἐπιφάνειαν, τὰ χείλη˙ [[φίλημα]], Ἀνθ. Π. 12, 68. - Ἐπίρρ., ἀκροθιγῶς ἐμβάπτειν, ἐμβάπτειν ὀλίγον μόνον, [[ὥστε]] [[μόλις]] νὰ ὑγρανθῇ, Διοσκ. 2. 105.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ής, ές :<br />qui touche la surface, qui effleure.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[θιγεῖν]].
|mltxt=-ές (Α [[ἀκροθιγής]])<br /><b>1.</b> αυτός που αγγίζει την [[επιφάνεια]], τα [[άκρα]], «[[ξυστός]]», [[επιφανειακός]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ακροθιγώς</i><br />α) [[κατά]] την [[επιφάνεια]], λίγο, β) όχι με λεπτομέρειες ή [[ακρίβεια]], επιπόλαια<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αγγίζεται [[κατά]] την [[επιφάνεια]], [[ελαφρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>θιγής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἔθιγον</i>, [[θιγγάνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκροθῐγής:''' -ές ([[θιγγάνω]]), αυτός που αγγίζει την [[επιφάνεια]], αυτός που αγγίζει τα χείλη, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θιγγάνω]]<br />[[touching]] on the [[surface]], [[touching]] the lips, Anth.
}}
}}
{{DGE
{{mantoulidis
|dgtxt=(ἀκροθῐγής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[que toca superficialmente]], [[ligero]], [[leve]] φίλημα <i>AP</i> 12.68 (Mel.)<br /><b class="num">•</b>fig. [[superficial]] ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.39.12.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[ligeramente]] ἐμβάπτειν Dsc.2.83.2<br /><b class="num">•</b>fig. [[superficialmente]] ἀ. πῶς εἴρηται Marin.<i>Procl</i>.26.57, Men.Rh.417.
|mantxt=(=αὐτός πού ἀγγίζει τήν [[ἐπιφάνεια]]). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: [[ἄκρος]] + θίγω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[θιγγάνω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροθῐγής Medium diacritics: ἀκροθιγής Low diacritics: ακροθιγής Capitals: ΑΚΡΟΘΙΓΗΣ
Transliteration A: akrothigḗs Transliteration B: akrothigēs Transliteration C: akrothigis Beta Code: a)kroqigh/s

English (LSJ)

ἀκροθιγές, touching on surface, touching the lips, φίλημα AP 12.68 (Mel.): metaph., ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.40.1. Adv. ἀκροθιγῶς, ἐμβάπτειν just dip in, so that it is hardly wetted, Dsc.2.83: metaph., ἀ. εἴρηται Marin.Procl.26, cf. Vett.Val.271.11, Men.Rh. p.417 S.

Spanish (DGE)

(ἀκροθῐγής) -ές
1 que toca superficialmente, ligero, leve φίλημα AP 12.68 (Mel.)
fig. superficial ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.39.12.
2 adv. -ῶς ligeramente ἐμβάπτειν Dsc.2.83.2
fig. superficialmente ἀ. πῶς εἴρηται Marin.Procl.26.57, Men.Rh.417.

German (Pape)

[Seite 83] ές, leicht berührend, φίλημα, Mel. 14 (XII, 68). – Adv. -γῶς, Sp.; übh. leicht, obenhin, ἐφάπτεσθαι Men. rhet. IX p. 286.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui touche la surface, qui effleure.
Étymologie: ἄκρος, θιγεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροθῐγής: слегка прикасающийся, легкий (φίλημα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροθῐγής: -ές, θιγγάνων, ἐγγίζων τὴν ἐπιφάνειαν, τὰ χείλη˙ φίλημα, Ἀνθ. Π. 12, 68. - Ἐπίρρ., ἀκροθιγῶς ἐμβάπτειν, ἐμβάπτειν ὀλίγον μόνον, ὥστε μόλις νὰ ὑγρανθῇ, Διοσκ. 2. 105.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκροθιγής)
1. αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, τα άκρα, «ξυστός», επιφανειακός, επιπόλαιος
2. επίρρ. ακροθιγώς
α) κατά την επιφάνεια, λίγο, β) όχι με λεπτομέρειες ή ακρίβεια, επιπόλαια
νεοελλ.
αυτός που αγγίζεται κατά την επιφάνεια, ελαφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -θιγής < ἔθιγον, θιγγάνω.

Greek Monotonic

ἀκροθῐγής: -ές (θιγγάνω), αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, αυτός που αγγίζει τα χείλη, σε Ανθ.

Middle Liddell

θιγγάνω
touching on the surface, touching the lips, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἀγγίζει τήν ἐπιφάνεια). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: ἄκρος + θίγω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα θιγγάνω.