περίτριμμα: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peritrimma | |Transliteration C=peritrimma | ||
|Beta Code=peri/trimma | |Beta Code=peri/trimma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[anything worn smooth by rubbing]]: metaph., <b class="b3">π. δικῶν</b>, of a pettifogger, Ar.''Nu.''447; π. ἀγορᾶς D.18.127; π. πραγμάτων ''Com.Adesp.''889.<br><span class="bld">II</span> Medic., [[preparation for rubbing in]], Crito ap.Gal.12.447. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=περίτριμμα -ατος, τό [[[περί]], [[τρίβω]]] iets dat gesleten is in het gebruik; overdr. van pers. gladjakker:. περίτριμμα δικῶν gladde advocaat Aristoph. Nub. 447; περίτριμμ’ ἀγορᾶς marktklant Dem. 18.127. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A anything worn smooth by rubbing: metaph., π. δικῶν, of a pettifogger, Ar.Nu.447; π. ἀγορᾶς D.18.127; π. πραγμάτων Com.Adesp.889.
II Medic., preparation for rubbing in, Crito ap.Gal.12.447.
German (Pape)
[Seite 597] τό, das Abgeriebene, übertr., ein durchtriebener Mensch, bes. ein Sykophant, ränkevoller Rechtsgelehrter, δικῶν, Ar. Nubb. 446, wie Dem. 18, 127 den Aeschines περίτριμμα ἀγορᾶς nennt.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
chose usée tout autour ; fig. ἀγορᾶς DÉM pilier de place publique en parl. d'un flâneur ou d'un intrigant.
Étymologie: περιτρίβω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίτριμμα -ατος, τό [περί, τρίβω] iets dat gesleten is in het gebruik; overdr. van pers. gladjakker:. περίτριμμα δικῶν gladde advocaat Aristoph. Nub. 447; περίτριμμ’ ἀγορᾶς marktklant Dem. 18.127.
Russian (Dvoretsky)
περίτριμμα: ατος τό ирон. тертый малый: π. δικῶν Arph. и π. ἀγορᾶς Dem. опытный крючкотвор, старый кляузник.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ περιτρίβω
1. αυτό που αποβάλλεται με τριβή από κάτι, απότριμμα, θρύμμα, απόρριμα
2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, κάθαρμα (α. «περίτριμμα της κοινωνίας» β. «ψευδῶν συγκολλητής... εὑρησιεπής, περίτριμμ' ἀγορᾱ...», Αριστοφ.)
νεοελλ.
ζωολ. χιτινώδες πλαίσιο τών στιγμάτων στα έντομα
αρχ.
σκεύασμα για εντριβή.
Greek Monotonic
περίτριμμα: τό, οτιδήποτε λειαίνεται μέσω της τριβής· μεταφ., περίτριμμα δικῶν, λέγεται για δικηγόρο μικρών υποθέσεων, σε Αριστοφ.· περίτριμμα ἀγορᾶς, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
περίτριμμα: τό, πρᾶγμα διὰ τῆς τριβῆς λεανθέν· μεταφορ., π. δικῶν, δικηγορίσκος εἰς μικρὰς ὑποθέσεις ἀσχολούμενος καὶ παμπόνηρος, Ἀριστοφ. Νεφ. 447· π. ἀγορᾶς Δημ. 269.19· πρβλ. ἐπίτριμμα, ἐπίτριπτος,
Middle Liddell
περί-τριμμα, ατος, τό,
anything worn smooth by rubbing: metaph., π. δικῶν, of a pettifogger, Ar.; π. ἀγορᾶς Dem.