ἀμόρφωτος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amorfotos
|Transliteration C=amorfotos
|Beta Code=a)mo/rfwtos
|Beta Code=a)mo/rfwtos
|Definition=ον, [[not formed]], [[unwrought]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>249</span>; [[without form]], θεός Procl. [[in R]]. 1.40 K.; <b class="b3">ἀ. καὶ ἀσχημάτιστος ὕλα</b> Ti. Locr.94a, cf. <span class="bibl">Plot.6.7.3</span>; [[unfigured]], of stars in no [[constellation]], Ptol. <span class="title">Alm.</span>7.5. Adv. [[ἀμορφώτως]] <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Prm.</span>p.780</span> S.
|Definition=ἀμόρφωτον, [[not formed]], [[unwrought]], S.''Fr.''249; [[without form]], θεός Procl. ''in R.'' 1.40 K.; <b class="b3">ἀ. καὶ ἀσχημάτιστος ὕλα</b> Ti. Locr.94a, cf. Plot.6.7.3; [[unfigured]], of stars in no [[constellation]], Ptol. ''Alm.''7.5. Adv. [[ἀμορφώτως]] Procl. ''in Prm.''p.780 S.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμόρφωτος Medium diacritics: ἀμόρφωτος Low diacritics: αμόρφωτος Capitals: ΑΜΟΡΦΩΤΟΣ
Transliteration A: amórphōtos Transliteration B: amorphōtos Transliteration C: amorfotos Beta Code: a)mo/rfwtos

English (LSJ)

ἀμόρφωτον, not formed, unwrought, S.Fr.249; without form, θεός Procl. in R. 1.40 K.; ἀ. καὶ ἀσχημάτιστος ὕλα Ti. Locr.94a, cf. Plot.6.7.3; unfigured, of stars in no constellation, Ptol. Alm.7.5. Adv. ἀμορφώτως Procl. in Prm.p.780 S.

Spanish (DGE)

-ον
I 1carente de forma, no conformado S.Fr.249, ὅταν μὲν θείας ἐπιφανείας ἀναγράφωσιν, ἀ. αὐτὰς καὶ ἀσχηματίστους πειρῶνται φυλάττειν Procl.in R.1.114.3, θεός Procl.in R.1.40.1, cf. Sm.Ps.138.16, ὕλη Plot.6.7.3, χαλκός Them.in Ph.25.13.
2 que no figura, no configurado en una constelación de estrellas, Ptol.Alm.7.5.
II adv. ἀμορφώτως = sin forma δόξα δὲ λογικῶς μὲν αὐτῶν ἀντιλαμβάνεται καὶ ἀμορφώτως Procl.in Prm.994.39, cf. in R.2.243.24.

German (Pape)

[Seite 128] nicht gestaltet, ὕλη Tim. Locr. 94 a; Soph. frg. 243.

Russian (Dvoretsky)

ἀμόρφωτος: неоформленный, бесформенный (ὕλη Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόρφωτος: -ον, (μορφόω) ὁ μὴ λαβὼν μορφὴν ἢ σχῆμα, ἀδιατύπωτος, Σοφ. Ἀποσπ. 243· ἀμ. καὶ ἀσχημάτιστος Τίμ. Λοκρ. 94Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμόρφωτος, -ον) νεοελλ.
1. αυτός που δεν μορφώθηκε, απαίδευτος, αγράμματος, αμαθής,
2. αυτός που δεν δείχνει ούτε τη στοιχειώδη ευγένεια, αγενής, άξεστος
αρχ.
αυτός που δεν έλαβε μορφή, σχήμα, ασχημάτιστος αδιαμόρφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο ἀμόρφωτος < ἄμορφος, ενώ το νεοελλ. αμόρφωτος < α- στερ. + μορφώνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμορφωσιά].