λαθικηδής: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
(Autenrieth) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lathikidis | |Transliteration C=lathikidis | ||
|Beta Code=laqikhdh/s | |Beta Code=laqikhdh/s | ||
|Definition= | |Definition=λαθικηδές, ([[κῆδος]]) [[banishing care]], εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον Il.22.83; <b class="b3">οἶνον λαθικάδεα</b> (leg. -[[κάδεον]]) Alc.41.3; Διώνυσος ''IGRom.''4.360.15 (Pergam.), cf. ''Epic.Alex.Adesp.''8.10, ''AP''9.524.12, Plu.2.657d; λ. τέχνης ἰδμοσύνη ''APl.''4.273 (Crin.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ές ([[κῆδος]]): causing to [[forget]] [[care]], ‘banishing [[care]],’ Il. 22.83†. | |auten=ές ([[κῆδος]]): causing to [[forget]] [[care]], ‘banishing [[care]],’ Il. 22.83†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαθικηδής]], -ές και δωρ. τ. λαθικάδης, -ες (Α)<br />αυτός που κάνει κάποιον να λησμονεί τις φροντίδες, που καταπαύει τους πόνους, [[καταπραϋντικός]], [[παυσίπονος]] («εἴ [[ποτέ]] τοι λαθικηδέα μαζὸν [[ἐπέσχον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθι</i>- (που ανάγεται στον τ. [[λάθρα]] και εμφανίζει -<i>ι</i>- [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ο</i>- [<b>βλ.</b> <i>αργι</i>-]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κηδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῆδος]]), [[πρβλ]]. [[νεοκηδής]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λᾰθῐκηδής:''' -ές ([[κῆδος]]), [[πραϋντικός]], [[παυσίπονος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=[[λάθρα]] See also: s. [[λανθάνω]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λᾰθῐ-κηδής, ές [[κῆδος]]<br />banishing [[care]], Il., Anth. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''λαθικηδής''': {lathikēdḗs}<br />'''Forms''': [[λάθρα]] usw.<br />'''See also''': s. [[λανθάνω]].<br />'''Page''' 2,71 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
λαθικηδές, (κῆδος) banishing care, εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον Il.22.83; οἶνον λαθικάδεα (leg. -κάδεον) Alc.41.3; Διώνυσος IGRom.4.360.15 (Pergam.), cf. Epic.Alex.Adesp.8.10, AP9.524.12, Plu.2.657d; λ. τέχνης ἰδμοσύνη APl.4.273 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 5] ές, die Sorgen vergessen machend, Sorgen stillend, die Mutterbrust, Il. 22, 83; Bacchus, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 12); der Wein, Alcae. bei Ath. X, 430 d; τέχνης ἰδμοσύνη Crinag. 16 (Plan. 273).
Greek (Liddell-Scott)
λᾰθῐκηδής: -ές, (κῆδος) ὁ λανθάνειν ποιῶν τὰς ἀνίας, πραϋντικός, παυσίλυπος, παυσίπονος, εἴ ποτέ σοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον Ἰλ. Χ. 83· οἶνος λ. Ἀλκαί. Ἀποσπ. 41· Διώνυσος Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 15· πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 524, 12, Πλούτ. 2. 657D· τέχνης ἰδμοσύνη Ἀνθ. Πλαν. 273.
English (Autenrieth)
ές (κῆδος): causing to forget care, ‘banishing care,’ Il. 22.83†.
Greek Monolingual
λαθικηδής, -ές και δωρ. τ. λαθικάδης, -ες (Α)
αυτός που κάνει κάποιον να λησμονεί τις φροντίδες, που καταπαύει τους πόνους, καταπραϋντικός, παυσίπονος («εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι- (που ανάγεται στον τ. λάθρα και εμφανίζει -ι- αντί του αναμενόμενου -ο- [βλ. αργι-]) + -κηδής (< κῆδος), πρβλ. νεοκηδής].
Greek Monotonic
λᾰθῐκηδής: -ές (κῆδος), πραϋντικός, παυσίπονος, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
Frisk Etymological English
Middle Liddell
λᾰθῐ-κηδής, ές κῆδος
banishing care, Il., Anth.
Frisk Etymology German
λαθικηδής: {lathikēdḗs}
Forms: λάθρα usw.
See also: s. λανθάνω.
Page 2,71