πολύθηρος: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polythiros
|Transliteration C=polythiros
|Beta Code=polu/qhros
|Beta Code=polu/qhros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with much game]], [[full of wild beasts]], νάπος <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span> 801</span> (lyr., Sup.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[mighty huntress]], epith. of <b class="b3">Δίκτυννα</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Hipp.</span> 145</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[taking many fish]], <span class="bibl">Hld.5.18</span>.</span>
|Definition=πολύθηρον,<br><span class="bld">A</span> [[with much game]], [[full of wild beasts]], νάπος E.''Ph.'' 801 (lyr., Sup.).<br><span class="bld">II</span> [[mighty huntress]], [[epithet]] of [[Δίκτυννα]], Id.''Hipp.'' 145 (lyr.).<br><span class="bld">III</span> [[taking many fish]], Hld.5.18.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0663.png Seite 663]] viel Wild habend; Eur. Hipp. 145; πολυθηρότατον [[νάπος]], Phoen. 808; – viel fangend, von Fischen, Heliod. 5, 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0663.png Seite 663]] viel Wild habend; Eur. Hipp. 145; πολυθηρότατον [[νάπος]], Phoen. 808; – viel fangend, von Fischen, Heliod. 5, 18.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πολύθηρος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὴν ἄγραν, πολὺ «[[κυνήγιον]]», δηλ. πολλὰ ἄγρια ζῷα, Εὐρ. Ἱππ. 145, Φοίν. 802. ΙΙ. ὁ συλλαμβάνων πολλοὺς ἰχθῦς, Ἡλιόδ. 5. 18.
|btext=ος, ον :<br />[[abondant en bêtes fauves]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θήρ]] et [[θήρα]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολύθηρος -ον &#91;[[πολύς]], [[θήρ]]] [[rijk aan wild]]:. πολυθυρότατον νάπος bosrijk dal vol wilde dieren Eur. Phoen. 801.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />abondant en bêtes fauves.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θήρ]] et [[θήρα]].
|elrutext='''πολύθηρος:'''<br /><b class="num">1</b> [[изобилующий дичью]] ([[νάπος]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[увлеченный или вечно занятый охотой]] (Δικτυννα, т. е. [[Ἄρτεμις]] Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] θηρία, [[πολλά]] άγρια ζώα<br /><b>2.</b> (συν. ως [[προσωνυμία]] της Δικτύννης) πολύ [[ικανός]] [[κυνηγός]] («οὐδ' ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ψαρεύει [[πολλά]] ψάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θήρ</i>, [[θηρός]] «άγριο ζώο, [[θηρίο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>παν</i>-<i>θηρος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] θηρία, [[πολλά]] άγρια ζώα<br /><b>2.</b> (συν. ως [[προσωνυμία]] της Δικτύννης) πολύ [[ικανός]] [[κυνηγός]] («οὐδ' ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ψαρεύει [[πολλά]] ψάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θήρ</i>, [[θηρός]] «άγριο ζώο, [[θηρίο]]»), [[πρβλ]]. [[πανθηρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύθηρος:''' -ον ([[θήρ]]), αυτός που είναι [[άφθονος]] σε άγρια ζώα, σε Ευρ.
|lsmtext='''πολύθηρος:''' -ον ([[θήρ]]), αυτός που είναι [[άφθονος]] σε άγρια ζώα, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύθηρος:'''<br /><b class="num">1)</b> изобилующий дичью ([[νάπος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> увлеченный или вечно занятый охотой (Δικτυννα, т. е. [[Ἄρτεμις]] Eur.).
|lstext='''πολύθηρος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὴν ἄγραν, πολὺ «[[κυνήγιον]]», δηλ. πολλὰ ἄγρια ζῷα, Εὐρ. Ἱππ. 145, Φοίν. 802. ΙΙ. ὁ συλλαμβάνων πολλοὺς ἰχθῦς, Ἡλιόδ. 5. 18.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύθηρος -ον [πολύς, θήρ] rijk aan wild:. πολυθυρότατον νάπος bosrijk dal vol wilde dieren Eur. Phoen. 801.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-θηρος, ον, [θήρ]<br />abounding in [[wild]] beasts, Eur.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-θηρος, ον, [θήρ]<br />abounding in [[wild]] beasts, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύθηρος Medium diacritics: πολύθηρος Low diacritics: πολύθηρος Capitals: ΠΟΛΥΘΗΡΟΣ
Transliteration A: polýthēros Transliteration B: polythēros Transliteration C: polythiros Beta Code: polu/qhros

English (LSJ)

πολύθηρον,
A with much game, full of wild beasts, νάπος E.Ph. 801 (lyr., Sup.).
II mighty huntress, epithet of Δίκτυννα, Id.Hipp. 145 (lyr.).
III taking many fish, Hld.5.18.

German (Pape)

[Seite 663] viel Wild habend; Eur. Hipp. 145; πολυθηρότατον νάπος, Phoen. 808; – viel fangend, von Fischen, Heliod. 5, 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en bêtes fauves.
Étymologie: πολύς, θήρ et θήρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύθηρος -ον [πολύς, θήρ] rijk aan wild:. πολυθυρότατον νάπος bosrijk dal vol wilde dieren Eur. Phoen. 801.

Russian (Dvoretsky)

πολύθηρος:
1 изобилующий дичью (νάπος Eur.);
2 увлеченный или вечно занятый охотой (Δικτυννα, т. е. Ἄρτεμις Eur.).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλά θηρία, πολλά άγρια ζώα
2. (συν. ως προσωνυμία της Δικτύννης) πολύ ικανός κυνηγός («οὐδ' ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.)
3. αυτός που ψαρεύει πολλά ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θηρος (< θήρ, θηρός «άγριο ζώο, θηρίο»), πρβλ. πανθηρος].

Greek Monotonic

πολύθηρος: -ον (θήρ), αυτός που είναι άφθονος σε άγρια ζώα, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύθηρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὴν ἄγραν, πολὺ «κυνήγιον», δηλ. πολλὰ ἄγρια ζῷα, Εὐρ. Ἱππ. 145, Φοίν. 802. ΙΙ. ὁ συλλαμβάνων πολλοὺς ἰχθῦς, Ἡλιόδ. 5. 18.

Middle Liddell

πολύ-θηρος, ον, [θήρ]
abounding in wild beasts, Eur.