ὑψίκομος: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypsikomos | |Transliteration C=ypsikomos | ||
|Beta Code=u(yi/komos | |Beta Code=u(yi/komos | ||
|Definition= | |Definition=ὑψίκομον, also η, ον Q.S.5.119: ([[κόμη]]):—<br><span class="bld">A</span> [[with high-bound tresses]], Ἑλένα Pi.''Pae.''6.95.<br><span class="bld">2</span> [[with lofty foliage]], [[towering]], δρύες Il.14.398, Od.9.186, Hes.''Sc.''376; ἐλάται E.''Alc.''585 (lyr.); ὄρη Asius ''Fr.Ep.''8. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑψίκομον, also η, ον Q.S.5.119: (κόμη):—
A with high-bound tresses, Ἑλένα Pi.Pae.6.95.
2 with lofty foliage, towering, δρύες Il.14.398, Od.9.186, Hes.Sc.376; ἐλάται E.Alc.585 (lyr.); ὄρη Asius Fr.Ep.8.
French (Bailly abrégé)
ος ou poét. η, ον :
à la chevelure élevée, càd au feuillage élevé ou à la cime chevelue.
Étymologie: ὕψι, κόμη.
German (Pape)
hoch behaart, belaubt; δρῦς Il. 14.398, und öfter bei Hom. und Hes.; ἐλάται Eur. Alc. 588; sp.D., δόνακες Paul.Sil. 44 (VI.168); Ep.adesp. (APP 326). Bei Qu.Sm. 5.119 auch 3 Endgn.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίκομος: высоколиственный, с высокой кроной (δρῦς Hom., Hes.; ἐλάται Eur.; δόνακες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίκομος: -ον, καὶ η, ον, Κόϊντ. Σμυρν. 5. 119 (κόμη)· ― ὁ ἔχων ὑψηλὴν κόμην, ὑψηλὸν φύλλωμα, ὑψηλός, δρῦς Ἰλ. Ξ. 398, Ὀδ. Ι. 186· δρῦς ὑψικόμους, ἐλάτας τε παχείας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 509· ἐλάται Εὐρ. Ἄλκ. 585· ὄρη Ἄσιος παρὰ Παυσ. 8. 1, 4· τὸ τῶν ἀρετῶν ὑψίκομον Εὐστ. Πονημάτ. 360. 20. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑψίκομος· φοίνιξ καὶ ὁ ἄνω τὰς τρίχας ἔχων».
English (Autenrieth)
English (Slater)
ὑψῐκομος, -ον with high piled hair ὑψικόμῳ Ἑλένᾳ (Pae. 6.95)
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑψίκομος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -όμη Α
(για δέντρο) αυτός που έχει το φύλλωμά του ψηλά
αρχ.
1. αυτός του οποίου οι βόστρυχοι είναι δεμένοι ψηλά
2. (για όρος) υψικόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. οξύκομος].
Greek Monotonic
ὑψίκομος: -ον (κόμη), αυτός που έχει υψηλό φύλλωμα, πανύψηλος, απέραντος, σε Όμηρ., Ησίοδ., Ευρ.
Middle Liddell
ὑψί-κομος, ον, κόμη
with lofty foliage, towering, Hom., Hes., Eur.