κανάβινος: Difference between revisions
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kanavinos | |Transliteration C=kanavinos | ||
|Beta Code=kana/binos | |Beta Code=kana/binos | ||
|Definition=η, ον, | |Definition=η, ον, of or [[for a block-figure]], κηρός [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; <b class="b3">σῶμα κ.</b> a body [[so lean as to be a mere skeleton]], AP11.107 (Lucill.): [[κανάβιον]] codd. in ll. cc.; κᾱ- in ''AP''l.c. ([[nisi legendum|nisi leg.]] <b class="b3">κανν-</b>). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1319.png Seite 1319]] u. κανάβιος, zum Modell, Entwurf gehörig, zum Modelliren brauchbar; [[κηρός]], Modellirwachs, Hesych.; Lucill. 68 ἁπλώσας κατὰ γῆς [[σῶμα]] τὸ καννάβινον (XI, 107 [[καννάβιον]]), nur den Umriß einer Menschengestalt, so mager wie ein Skelet. Vgl. das Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1319.png Seite 1319]] u. κανάβιος, zum Modell, Entwurf gehörig, zum Modelliren brauchbar; [[κηρός]], Modellirwachs, Hesych.; Lucill. 68 ἁπλώσας κατὰ γῆς [[σῶμα]] τὸ καννάβινον (XI, 107 [[καννάβιον]]), nur den Umriß einer Menschengestalt, so mager wie ein Skelet. Vgl. das Folgde. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[καννάβινος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰνάβῐνος''': η, ος, «[[κανάβινος]] [[κηρός]]· ᾧ χρῶνται οἱ ἀνδριαντοποιοὶ πρὸς πλάσιν» Ἡσύχ.· [[σῶμα]] κ., ἰσχνὸς ὡς [[κάναβος]], Ἀνθ. Π. 11. 107· ― ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι: κανάβιον ἢ [[καννάβιον]]. | |lstext='''κᾰνάβῐνος''': η, ος, «[[κανάβινος]] [[κηρός]]· ᾧ χρῶνται οἱ ἀνδριαντοποιοὶ πρὸς πλάσιν» Ἡσύχ.· [[σῶμα]] κ., ἰσχνὸς ὡς [[κάναβος]], Ἀνθ. Π. 11. 107· ― ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι: κανάβιον ἢ [[καννάβιον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[καννάβινος]], -η, -ο(ν) (Α [[κανάβινος]] και [[καννάβινος]], -ίνη, -ον)<br />καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («[[κράμβη]] κανναβίνη», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον («[[κανάβινος]] κηρὸς<br />ᾧ χρῶνται οἱ ἀνδριαντοποιοὶ πρὸς πλάσιν», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>3.</b> όμοιος με κάν(ν)αβον. με [[σκελετό]], [[σκελετωμένος]], [[ισχνός]] («κανάβινον [[σώμα]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κάν</i>(<i>ν</i>)<i>αβις</i> ή <span style="color: red;"><</span> <i>κάν</i>(<i>ν</i>)<i>αβος</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰνάβῐνος:''' -η, -ον, αυτός που αναφέρεται σε ξύλινο [[σκελετό]], [[σῶμα]] κ., ένα [[σώμα]] τόσο αδύνατο, έτσι ώστε να φαίνεται σαν [[απλός]] [[σκελετός]], σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κᾰνάβῐνος, η, ον<br />of or for a [[block]]-[[figure]], [[σῶμα]] κ. a [[body]] so [[lean]] as to be a [[mere]] [[skeleton]], Anth. [from κάνᾰβος] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, of or for a block-figure, κηρός Hsch.; σῶμα κ. a body so lean as to be a mere skeleton, AP11.107 (Lucill.): κανάβιον codd. in ll. cc.; κᾱ- in APl.c. (nisi leg. κανν-).
German (Pape)
[Seite 1319] u. κανάβιος, zum Modell, Entwurf gehörig, zum Modelliren brauchbar; κηρός, Modellirwachs, Hesych.; Lucill. 68 ἁπλώσας κατὰ γῆς σῶμα τὸ καννάβινον (XI, 107 καννάβιον), nur den Umriß einer Menschengestalt, so mager wie ein Skelet. Vgl. das Folgde.
French (Bailly abrégé)
c. καννάβινος.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰνάβῐνος: η, ος, «κανάβινος κηρός· ᾧ χρῶνται οἱ ἀνδριαντοποιοὶ πρὸς πλάσιν» Ἡσύχ.· σῶμα κ., ἰσχνὸς ὡς κάναβος, Ἀνθ. Π. 11. 107· ― ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι: κανάβιον ἢ καννάβιον.
Greek Monolingual
και καννάβινος, -η, -ο(ν) (Α κανάβινος και καννάβινος, -ίνη, -ον)
καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβη
αρχ.
1. όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («κράμβη κανναβίνη», Ανθ. Παλ.)
2. ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον («κανάβινος κηρὸς
ᾧ χρῶνται οἱ ἀνδριαντοποιοὶ πρὸς πλάσιν», Ησύχ.)
3. όμοιος με κάν(ν)αβον. με σκελετό, σκελετωμένος, ισχνός («κανάβινον σώμα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβις ή < κάν(ν)αβος].
Greek Monotonic
κᾰνάβῐνος: -η, -ον, αυτός που αναφέρεται σε ξύλινο σκελετό, σῶμα κ., ένα σώμα τόσο αδύνατο, έτσι ώστε να φαίνεται σαν απλός σκελετός, σε Ανθ.
Middle Liddell
κᾰνάβῐνος, η, ον
of or for a block-figure, σῶμα κ. a body so lean as to be a mere skeleton, Anth. [from κάνᾰβος]