ὑπεκπροθέω: Difference between revisions
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypekprotheo | |Transliteration C=ypekprotheo | ||
|Beta Code=u(pekproqe/w | |Beta Code=u(pekproqe/w | ||
|Definition= | |Definition=[[run forth from under]], [[outstrip]], <b class="b3">Ἄτη.. πάσας</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὰς Αιτὰς</b>) πολλὸν ὑπεκπροθέει Il.9.506: abs., ὁ πὸν πεδίοιο διώκετο.. τυτθὸν ὑπεκπροθέοντα [[running on before]], 21.604, cf. Od.8.125, A.R. 4.937. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1186.png Seite 1186]] (s. θέω), darunter heraus u. vorwärts laufen, vorlaufen, Il. 21, 604 Od. 8, 125; τινά, Einen überlaufen od. einholen, Il. 9, 506. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1186.png Seite 1186]] (s. θέω), darunter heraus u. vorwärts laufen, vorlaufen, Il. 21, 604 Od. 8, 125; τινά, Einen überlaufen od. einholen, Il. 9, 506. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=s'élancer du fond <i>ou</i> de derrière et courir en avant : τινα de manière à dépasser <i>ou</i> atteindre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ἐκ, [[προθέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπεκπροθέω:''' [[выбегать вперед]] (кого-л.), опережать, обгонять (τινα Hom.): τυτθὸν ὑπεκπροθέων Hom. немного опередивший. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεκπροθέω''': [[ὑπεκτρέχω]], [[κάτωθεν]] [[προτρέχω]], Ἄτη. πάσας (δηλ. τὰς Λιτὰς) πολλὸν ὑπεκπροθέει Ἰλ. Ι. 506· ― ἀπολ., ὁ τὸν πεδίοιο διώκετο... τυτθὸν ὑπεκπροθέοντα, τρέχοντα ἐμπρός, προβαίνοντα, Φ. 604, πρβλ. Ὀδ. Η. 125. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεκπροθέων· ὑπεκτρέχων». | |lstext='''ὑπεκπροθέω''': [[ὑπεκτρέχω]], [[κάτωθεν]] [[προτρέχω]], Ἄτη. πάσας (δηλ. τὰς Λιτὰς) πολλὸν ὑπεκπροθέει Ἰλ. Ι. 506· ― ἀπολ., ὁ τὸν πεδίοιο διώκετο... τυτθὸν ὑπεκπροθέοντα, τρέχοντα ἐμπρός, προβαίνοντα, Φ. 604, πρβλ. Ὀδ. Η. 125. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεκπροθέων· ὑπεκτρέχων». | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπεκπροθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] από [[κάτω]] προς τα [[εμπρός]], [[ξεπερνώ]] κάποιον, [[αφήνω]] [[πίσω]] μου κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[προπορεύομαι]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''ὑπεκπροθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] από [[κάτω]] προς τα [[εμπρός]], [[ξεπερνώ]] κάποιον, [[αφήνω]] [[πίσω]] μου κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[προπορεύομαι]], σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -[[θεύσομαι]]<br />to run [[forth]] from under, [[outstrip]], Il.:—absol. to run on [[before]], Hom. | |mdlsjtxt=fut. -[[θεύσομαι]]<br />to run [[forth]] from under, [[outstrip]], Il.:—absol. to run on [[before]], Hom. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
run forth from under, outstrip, Ἄτη.. πάσας (sc. τὰς Αιτὰς) πολλὸν ὑπεκπροθέει Il.9.506: abs., ὁ πὸν πεδίοιο διώκετο.. τυτθὸν ὑπεκπροθέοντα running on before, 21.604, cf. Od.8.125, A.R. 4.937.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. θέω), darunter heraus u. vorwärts laufen, vorlaufen, Il. 21, 604 Od. 8, 125; τινά, Einen überlaufen od. einholen, Il. 9, 506.
French (Bailly abrégé)
s'élancer du fond ou de derrière et courir en avant : τινα de manière à dépasser ou atteindre qqn.
Étymologie: ὑπό, ἐκ, προθέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκπροθέω: выбегать вперед (кого-л.), опережать, обгонять (τινα Hom.): τυτθὸν ὑπεκπροθέων Hom. немного опередивший.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκπροθέω: ὑπεκτρέχω, κάτωθεν προτρέχω, Ἄτη. πάσας (δηλ. τὰς Λιτὰς) πολλὸν ὑπεκπροθέει Ἰλ. Ι. 506· ― ἀπολ., ὁ τὸν πεδίοιο διώκετο... τυτθὸν ὑπεκπροθέοντα, τρέχοντα ἐμπρός, προβαίνοντα, Φ. 604, πρβλ. Ὀδ. Η. 125. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεκπροθέων· ὑπεκτρέχων».
English (Autenrieth)
run on before, outrun. Il. 9.506.
Greek Monolingual
Α
1. τρέχω προς τα έξω και εμπρός, προτρέχω
2. ξεπερνώ, νικώ στο τρέξιμο («Ἄτη... πάσας [τὰς Λιτὰς] πολλὸν ὑπεκπροθέει», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκ + προθέω (Ι) «τρέχω μπροστά»)].
Greek Monotonic
ὑπεκπροθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω από κάτω προς τα εμπρός, ξεπερνώ κάποιον, αφήνω πίσω μου κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., προπορεύομαι, σε Όμηρ.
Middle Liddell
fut. -θεύσομαι
to run forth from under, outstrip, Il.:—absol. to run on before, Hom.