ὁμοδίαιτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omodiaitos
|Transliteration C=omodiaitos
|Beta Code=o(modi/aitos
|Beta Code=o(modi/aitos
|Definition=ον, [[living with others]] or [[eating with others]], <span class="bibl">D.H.6.52</span>, <span class="bibl">Nic.Dam.4J.</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Demon.</span>5</span>, Gal.6.598; τινι <span class="bibl">Ph.2.32</span>, al.; τῇ νόσῳ <span class="bibl">Luc.<span class="title">Abd.</span>5</span>; <b class="b3">ὁ. τοῖς πολλοῖς</b> [[common]] to the [[generality]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Hist.Conscr.</span>16</span>.
|Definition=ὁμοδίαιτον, [[living with others]] or [[eating with others]], D.H.6.52, Nic.Dam.4J., Luc.''Demon.''5, Gal.6.598; τινι Ph.2.32, al.; τῇ νόσῳ Luc.''Abd.''5; <b class="b3">ὁ. τοῖς πολλοῖς</b> [[common]] to the [[generality]], Id.''Hist.Conscr.''16.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0333.png Seite 333]] mit Andern auf einerlei Weise lebend, an demselben Tische essend; Luc. Demon. 5 Gall. 2; τῇ νόσῳ, abdic. 5; ὅσα [[ὁμοδίαιτα]] τοῖς πολλοῖς, histor. conscr. 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0333.png Seite 333]] mit Andern auf einerlei Weise lebend, an demselben Tische essend; Luc. Demon. 5 Gall. 2; τῇ νόσῳ, abdic. 5; ὅσα [[ὁμοδίαιτα]] τοῖς πολλοῖς, histor. conscr. 16.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a le même genre de vie que, τινι ; <i>fig.</i> [[ὁμοδίαιτος]] τῇ νόσῳ LUC qui vit avec la maladie, habitué à être malade ; ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς LUC expressions habituelles à la foule.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[δίαιτα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοδίαιτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[ведущий такой же образ жизни]]: ὁ. ἅπασι Luc. живущий так, как все;<br /><b class="num">2</b> [[повседневный]], [[привычный]]: [[ὁμοδίαιτα]] τοῖς πολλοῖς Luc. общеупотребительные выражения; ὁ. τῇ νόσῳ Luc. свыкшийся с болезнью.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοδίαιτος''': -ον, ὁ ζῶν ἢ διαιτώμενος μετ᾿ ἄλλων, Λουκ. Αμμών. [[βίος]] 5, κτλ.· ὁμ. τῇ νόσῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποκηρυττ. 5· ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς, κοινὰ εἰς τοὺς πολλούς, ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16.
|lstext='''ὁμοδίαιτος''': -ον, ὁ ζῶν ἢ διαιτώμενος μετ᾿ ἄλλων, Λουκ. Αμμών. [[βίος]] 5, κτλ.· ὁμ. τῇ νόσῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποκηρυττ. 5· ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς, κοινὰ εἰς τοὺς πολλούς, ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a le même genre de vie que, τινι ; <i>fig.</i> [[ὁμοδίαιτος]] [[τῇ]] νόσῳ LUC qui vit avec la maladie, habitué à être malade ; ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς LUC expressions habituelles à la foule.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[δίαιτα]].
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμοδίαιτος]], -ον)<br />αυτός που ζει ή τρώει [[μαζί]] με άλλους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[διατροφή]] με άλλους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που συμπεριφέρεται φιλικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὁμοδίαιτος]] τοῖς πολλοῖς» — [[κοινός]] σε πολλούς (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δίαιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίαιτα]]), <b>πρβλ.</b> <i>αβρο</i>-<i>δίαιτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμοδίαιτος]], -ον)<br />αυτός που ζει ή τρώει [[μαζί]] με άλλους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[διατροφή]] με άλλους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που συμπεριφέρεται φιλικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὁμοδίαιτος]] τοῖς πολλοῖς» — [[κοινός]] σε πολλούς (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δίαιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίαιτα]]), [[πρβλ]]. [[αβροδίαιτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμοδίαιτος:''' -ον ([[δίαιτα]]), αυτός που ζει μαζί με άλλους, σε Λουκ.· [[ὁμοδίαιτα]] τοῖςπολλοῖς, κοινά στους πολλούς, στον ίδ.
|lsmtext='''ὁμοδίαιτος:''' -ον ([[δίαιτα]]), αυτός που ζει μαζί με άλλους, σε Λουκ.· [[ὁμοδίαιτα]] τοῖςπολλοῖς, κοινά στους πολλούς, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοδίαιτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ведущий такой же образ жизни]]: ὁ. ἅπασι Luc. живущий так, как все;<br /><b class="num">2)</b> [[повседневный]], [[привычный]]: [[ὁμοδίαιτα]] τοῖς πολλοῖς Luc. общеупотребительные выражения; ὁ. τῇ νόσῳ Luc. свыкшийся с болезнью.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁμο-δίαιτος, ον, [[δίαιτα]]<br />[[living]] with others, Luc.; [[ὁμοδίαιτα]] τοῖς πολλοῖς [[common]] to the [[generality]], Luc.
|mdlsjtxt=ὁμο-δίαιτος, ον, [[δίαιτα]]<br />[[living]] with others, Luc.; [[ὁμοδίαιτα]] τοῖς πολλοῖς [[common]] to the [[generality]], Luc.
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον fem. plu. [[compañeras de convivencia]] de las Fortunas del cielo χαίρετε, ... σεμναὶ καὶ ἀγαθαὶ παρθένοι, ἱεραὶ καὶ ὁμοδίαιτοι τοῦ μινιμιρροφορ <b class="b3">os saludo, piadosas y nobles doncellas, sagradas y compañeras de convivencia de minimirrophor</b> P IV 668
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοδίαιτος Medium diacritics: ὁμοδίαιτος Low diacritics: ομοδίαιτος Capitals: ΟΜΟΔΙΑΙΤΟΣ
Transliteration A: homodíaitos Transliteration B: homodiaitos Transliteration C: omodiaitos Beta Code: o(modi/aitos

English (LSJ)

ὁμοδίαιτον, living with others or eating with others, D.H.6.52, Nic.Dam.4J., Luc.Demon.5, Gal.6.598; τινι Ph.2.32, al.; τῇ νόσῳ Luc.Abd.5; ὁ. τοῖς πολλοῖς common to the generality, Id.Hist.Conscr.16.

German (Pape)

[Seite 333] mit Andern auf einerlei Weise lebend, an demselben Tische essend; Luc. Demon. 5 Gall. 2; τῇ νόσῳ, abdic. 5; ὅσα ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς, histor. conscr. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a le même genre de vie que, τινι ; fig. ὁμοδίαιτος τῇ νόσῳ LUC qui vit avec la maladie, habitué à être malade ; ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς LUC expressions habituelles à la foule.
Étymologie: ὁμός, δίαιτα.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοδίαιτος:
1 ведущий такой же образ жизни: ὁ. ἅπασι Luc. живущий так, как все;
2 повседневный, привычный: ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς Luc. общеупотребительные выражения; ὁ. τῇ νόσῳ Luc. свыкшийся с болезнью.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοδίαιτος: -ον, ὁ ζῶν ἢ διαιτώμενος μετ᾿ ἄλλων, Λουκ. Αμμών. βίος 5, κτλ.· ὁμ. τῇ νόσῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποκηρυττ. 5· ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς, κοινὰ εἰς τοὺς πολλούς, ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16.

Spanish

compañeras de convivencia

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμοδίαιτος, -ον)
αυτός που ζει ή τρώει μαζί με άλλους
νεοελλ.
αυτός που έχει την ίδια διατροφή με άλλους
μσν.-αρχ.
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που συμπεριφέρεται φιλικά
αρχ.
φρ. «ὁμοδίαιτος τοῖς πολλοῖς» — κοινός σε πολλούς (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αβροδίαιτος].

Greek Monotonic

ὁμοδίαιτος: -ον (δίαιτα), αυτός που ζει μαζί με άλλους, σε Λουκ.· ὁμοδίαιτα τοῖςπολλοῖς, κοινά στους πολλούς, στον ίδ.

Middle Liddell

ὁμο-δίαιτος, ον, δίαιτα
living with others, Luc.; ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς common to the generality, Luc.

Léxico de magia

-ον fem. plu. compañeras de convivencia de las Fortunas del cielo χαίρετε, ... σεμναὶ καὶ ἀγαθαὶ παρθένοι, ἱεραὶ καὶ ὁμοδίαιτοι τοῦ μινιμιρροφορ os saludo, piadosas y nobles doncellas, sagradas y compañeras de convivencia de minimirrophor P IV 668