ὁμοδίαιτος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
m (Text replacement - "τῇ" to "τῇ")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omodiaitos
|Transliteration C=omodiaitos
|Beta Code=o(modi/aitos
|Beta Code=o(modi/aitos
|Definition=ον, [[living with others]] or [[eating with others]], <span class="bibl">D.H.6.52</span>, <span class="bibl">Nic.Dam.4J.</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Demon.</span>5</span>, Gal.6.598; τινι <span class="bibl">Ph.2.32</span>, al.; τῇ νόσῳ <span class="bibl">Luc.<span class="title">Abd.</span>5</span>; <b class="b3">ὁ. τοῖς πολλοῖς</b> [[common]] to the [[generality]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Hist.Conscr.</span>16</span>.
|Definition=ὁμοδίαιτον, [[living with others]] or [[eating with others]], D.H.6.52, Nic.Dam.4J., Luc.''Demon.''5, Gal.6.598; τινι Ph.2.32, al.; τῇ νόσῳ Luc.''Abd.''5; <b class="b3">ὁ. τοῖς πολλοῖς</b> [[common]] to the [[generality]], Id.''Hist.Conscr.''16.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμοδίαιτος]], -ον)<br />αυτός που ζει ή τρώει [[μαζί]] με άλλους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[διατροφή]] με άλλους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που συμπεριφέρεται φιλικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὁμοδίαιτος]] τοῖς πολλοῖς» — [[κοινός]] σε πολλούς (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δίαιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίαιτα]]), <b>πρβλ.</b> <i>αβρο</i>-<i>δίαιτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμοδίαιτος]], -ον)<br />αυτός που ζει ή τρώει [[μαζί]] με άλλους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[διατροφή]] με άλλους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που συμπεριφέρεται φιλικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὁμοδίαιτος]] τοῖς πολλοῖς» — [[κοινός]] σε πολλούς (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δίαιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίαιτα]]), [[πρβλ]]. [[αβροδίαιτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοδίαιτος Medium diacritics: ὁμοδίαιτος Low diacritics: ομοδίαιτος Capitals: ΟΜΟΔΙΑΙΤΟΣ
Transliteration A: homodíaitos Transliteration B: homodiaitos Transliteration C: omodiaitos Beta Code: o(modi/aitos

English (LSJ)

ὁμοδίαιτον, living with others or eating with others, D.H.6.52, Nic.Dam.4J., Luc.Demon.5, Gal.6.598; τινι Ph.2.32, al.; τῇ νόσῳ Luc.Abd.5; ὁ. τοῖς πολλοῖς common to the generality, Id.Hist.Conscr.16.

German (Pape)

[Seite 333] mit Andern auf einerlei Weise lebend, an demselben Tische essend; Luc. Demon. 5 Gall. 2; τῇ νόσῳ, abdic. 5; ὅσα ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς, histor. conscr. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a le même genre de vie que, τινι ; fig. ὁμοδίαιτος τῇ νόσῳ LUC qui vit avec la maladie, habitué à être malade ; ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς LUC expressions habituelles à la foule.
Étymologie: ὁμός, δίαιτα.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοδίαιτος:
1 ведущий такой же образ жизни: ὁ. ἅπασι Luc. живущий так, как все;
2 повседневный, привычный: ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς Luc. общеупотребительные выражения; ὁ. τῇ νόσῳ Luc. свыкшийся с болезнью.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοδίαιτος: -ον, ὁ ζῶν ἢ διαιτώμενος μετ᾿ ἄλλων, Λουκ. Αμμών. βίος 5, κτλ.· ὁμ. τῇ νόσῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποκηρυττ. 5· ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς, κοινὰ εἰς τοὺς πολλούς, ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16.

Spanish

compañeras de convivencia

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμοδίαιτος, -ον)
αυτός που ζει ή τρώει μαζί με άλλους
νεοελλ.
αυτός που έχει την ίδια διατροφή με άλλους
μσν.-αρχ.
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που συμπεριφέρεται φιλικά
αρχ.
φρ. «ὁμοδίαιτος τοῖς πολλοῖς» — κοινός σε πολλούς (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αβροδίαιτος].

Greek Monotonic

ὁμοδίαιτος: -ον (δίαιτα), αυτός που ζει μαζί με άλλους, σε Λουκ.· ὁμοδίαιτα τοῖςπολλοῖς, κοινά στους πολλούς, στον ίδ.

Middle Liddell

ὁμο-δίαιτος, ον, δίαιτα
living with others, Luc.; ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς common to the generality, Luc.

Léxico de magia

-ον fem. plu. compañeras de convivencia de las Fortunas del cielo χαίρετε, ... σεμναὶ καὶ ἀγαθαὶ παρθένοι, ἱεραὶ καὶ ὁμοδίαιτοι τοῦ μινιμιρροφορ os saludo, piadosas y nobles doncellas, sagradas y compañeras de convivencia de minimirrophor P IV 668