ὁμήθης: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omithis | |Transliteration C=omithis | ||
|Beta Code=o(mh/qhs | |Beta Code=o(mh/qhs | ||
|Definition= | |Definition=ὁμήθες, ([[ἦθος]])<br><span class="bld">A</span> = [[ὁμοήθης]], A.R.2.917,3.118, Call.''Aet.''1.1.5, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 5.364, Q.S.9.405.<br><span class="bld">2</span> of [[place]]s, [[accustomed]], λίμνη Nic. ''Th.''415. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0330.png Seite 330]] ες, = [[ὁμοήθης]]; ἄνδρες, Ap. Rh. 2, 917; [[λίμνη]], Nic. Th. 415. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὁμήθης''': -ες, ([[ἦθος]]) = [[ὁμοήθης]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 917, Γ. 118· ― ἐπὶ τόπων, εἰθισμένος, [[συνήθης]], Νικ. Θηρ. 415. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμήθης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) ο [[συνήθης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἦθος]] (<b>πρβλ.</b> [[ευήθης]], [[κακοήθης]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁμήθες, (ἦθος)
A = ὁμοήθης, A.R.2.917,3.118, Call.Aet.1.1.5, Nonn. D. 5.364, Q.S.9.405.
2 of places, accustomed, λίμνη Nic. Th.415.
German (Pape)
[Seite 330] ες, = ὁμοήθης; ἄνδρες, Ap. Rh. 2, 917; λίμνη, Nic. Th. 415.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμήθης: -ες, (ἦθος) = ὁμοήθης, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 917, Γ. 118· ― ἐπὶ τόπων, εἰθισμένος, συνήθης, Νικ. Θηρ. 415.
Greek Monolingual
ὁμήθης, -ες (Α)
1. αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα με κάποιον άλλο
2. (για τόπο) ο συνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἦθος (πρβλ. ευήθης, κακοήθης)].