μασταρύζω: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mastaryzo
|Transliteration C=mastaryzo
|Beta Code=mastaru/zw
|Beta Code=mastaru/zw
|Definition=[[mumble]], like one with his mouth full, of an old man, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>689</span>; cf. μασταρίζειν· <b class="b3">μαστιχᾶσθαι, καὶ τρέμειν, κτλ</b>., Hsch.:— also μαστηρύζειν· <b class="b3">τὸ κακῶς μασᾶσθαι</b> (Cyren.), Phot.
|Definition=[[mumble]], like one with his mouth full, of an old man, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''689; cf. μασταρίζειν· <b class="b3">μαστιχᾶσθαι, καὶ τρέμειν, κτλ</b>., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—also μαστηρύζειν· <b class="b3">τὸ κακῶς μασᾶσθαι</b> (Cyren.), Phot.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=mâcher péniblement, mâchonner.<br />'''Étymologie:''' [[μάσσω]].
|btext=[[mâcher péniblement]], [[mâchonner]].<br />'''Étymologie:''' [[μάσσω]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστᾰρύζω Medium diacritics: μασταρύζω Low diacritics: μασταρύζω Capitals: ΜΑΣΤΑΡΥΖΩ
Transliteration A: mastarýzō Transliteration B: mastaryzō Transliteration C: mastaryzo Beta Code: mastaru/zw

English (LSJ)

mumble, like one with his mouth full, of an old man, Ar.Ach.689; cf. μασταρίζειν· μαστιχᾶσθαι, καὶ τρέμειν, κτλ., Hsch.:—also μαστηρύζειν· τὸ κακῶς μασᾶσθαι (Cyren.), Phot.

French (Bailly abrégé)

mâcher péniblement, mâchonner.
Étymologie: μάσσω.

German (Pape)

auch μασταρίζω geschrieben, von den Vetera Lexica κακῶς μασῶμαι καὶ βλακικῶς erkl.; von Phot. auch τρέμειν, ἀγωνιᾶν, wie aus Ar. Ach. 649 ὁ δ' ὑπὸ γήρως μασταρύζει hervorgeht, von alten Leuten gesagt, die nicht mehr recht kauen können, mit den Lippen od. Kinnbacken wackeln, murmeln. Vgl. noch μαστιχάω.

Russian (Dvoretsky)

μαστᾰρύζω: вяло жевать губами, бормотать, мямлить (ὑπὸ γήρως Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μαστᾰρύζω: ὡς τὸ τονθορύζω, προφέρω ἀσαφῶς, ὡς ὁ ἔχων τὸ στόμα αὑτοῦ πλῆρες, ἐπὶ γέροντος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 689· - «μασταρύζειν· τὸ κακῶς μασᾶσθαι, Κυρηναῖοι» Φώτ.· - ὁ Ἡσύχ. ἔχει μασταρίζειν (διὰ τοῦ ι) καὶ ἑρμηνεύει «μαστιχᾶσθαι. τρέμειν. ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾶσθαι».

Greek Monolingual

μασταρύζω και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α)
1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ' ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.)
2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν
τὸ κακῶς μασᾶσθαι, Κυρηναῖοι»
3. (κατά τον Ησύχ.) «μασταρίζειν
μαστιχάσθαι, καὶ τρέμειν
ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾶσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μαστάζω (< μάσταξ) με εκφραστικό επίθημα -ρυ- πριν από την κατάλ. (πρβλ. κελαρύζω)].

Greek Monotonic

μαστᾰρύζω: μόνο σε ενεστ., μουρμουρίζω, λέγεται για ηλικιωμένο άνθρωπο, σε Αριστοφ. (ηχομιμ. λέξη).

Middle Liddell

μαστᾰρύζω,
only in pres., to mumble, of an old man, Ar. [Formed from the sound.]