Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χωριτικός: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=choritikos
|Transliteration C=choritikos
|Beta Code=xwritiko/s
|Beta Code=xwritiko/s
|Definition=ή, όν, [[of country-folk]], [[rustic]], πλῆθος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>34</span>; χ. ἀνήρ [[countryman]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>9.27</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[in rustic fashion]], opp. <b class="b3">ἐν χλιδῇ</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>4.5.54</span>, cf. Muson.<span class="title">Fr.</span> 11p.59H.
|Definition=χωριτική, χωριτικόν, [[of country-folk]], [[rustic]], πλῆθος Plu.''Per.''34; χ. ἀνήρ [[countryman]], Ael.''VH''9.27. Adv. [[χωριτικῶς]] = [[in rustic fashion]], opp. <b class="b3">ἐν χλιδῇ</b>, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.5.54, cf. Muson.''Fr.'' 11p.59H.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωρῑτικός Medium diacritics: χωριτικός Low diacritics: χωριτικός Capitals: ΧΩΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chōritikós Transliteration B: chōritikos Transliteration C: choritikos Beta Code: xwritiko/s

English (LSJ)

χωριτική, χωριτικόν, of country-folk, rustic, πλῆθος Plu.Per.34; χ. ἀνήρ countryman, Ael.VH9.27. Adv. χωριτικῶς = in rustic fashion, opp. ἐν χλιδῇ, X.Cyr.4.5.54, cf. Muson.Fr. 11p.59H.

German (Pape)

[Seite 1388] dem Landmanne gehörig, ländlich; πλῆθος, die Menge der Landbewohner, Plut. Pericl. 34. – Adv. χωριτικῶς, Gegensatz ἐν χλιδῇ, Xen. Cyr. 4, 5,54.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de la campagne, campagnard : πλῆθος χωριτικόν PLUT foule des gens de campagne.
Étymologie: χωρίτης.

Russian (Dvoretsky)

χωρῑτικός: сельский, деревенский: πλῆθος χωριτικόν Plut. толпа поселян.

Greek (Liddell-Scott)

χωρῑτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς χωρικὸν ἢ ὅμοιος χωρικῷ, ἀγροτικός, χ. πλῆθος Πλουτ. Περικλ. 34· χ. ἀνήρ, χωρίτης, χωρικός, Αἰλ. Ποικ. Ἱστορ. 9. 27. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν χωρικῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν χλιδῇ, Ξεν. Κύρου 4. 5,. 54.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χωρίτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρίτη, στον χωρικό, ή ο όμοιος με αυτόν, αγροτικός
2. φρ. «χωριτικὸς ἀνὴρ» — χωρικός (Αιλ.).
επίρρ...
χωριτικῶς Α
όπως οι χωρικοί, σαν τους χωρικούς.

Greek Monotonic

χωρῑτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή μοιάζει σε χωρικό, χωριάτικος, αγροτικός, σε Πλούτ.· επίρρ. -κῶς, κατά τον τρόπο των χωρικών, σε Ξεν.

Middle Liddell

χωρῑτικός, ή, όν [from χωρῑ́της]
of or like a countryman, rustic, rural, Plut.: adv. -κῶς, in rustic fashion, Xen.