προορατικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prooratikos
|Transliteration C=prooratikos
|Beta Code=prooratiko/s
|Beta Code=prooratiko/s
|Definition=ή, όν, [[quick at foreseeing]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Div.Somn.</span> 463b15</span>; τῶν ἀδήλων <span class="bibl">Ph.2.176</span>; ἧττον εἶ π. τῆς φύσεως <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>5.8</span>; <b class="b3">τὸ π. μέρος τῆς τέχνης</b> the [[predictive]] province of astrology, Id.19.530.
|Definition=προορατική, προορατικόν, [[quick at foreseeing]], Arist.''Div.Somn.'' 463b15; τῶν ἀδήλων Ph.2.176; ἧττον εἶ π. τῆς φύσεως Gal.''UP''5.8; <b class="b3">τὸ π. μέρος τῆς τέχνης</b> the [[predictive]] province of astrology, Id.19.530.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προορᾱτικός Medium diacritics: προορατικός Low diacritics: προορατικός Capitals: ΠΡΟΟΡΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prooratikós Transliteration B: prooratikos Transliteration C: prooratikos Beta Code: prooratiko/s

English (LSJ)

προορατική, προορατικόν, quick at foreseeing, Arist.Div.Somn. 463b15; τῶν ἀδήλων Ph.2.176; ἧττον εἶ π. τῆς φύσεως Gal.UP5.8; τὸ π. μέρος τῆς τέχνης the predictive province of astrology, Id.19.530.

German (Pape)

[Seite 737] ή, όν, zum Voraussehen od. zur Vorsicht gehörig, Schol. Il. 10, 244 u. Sp., wie Philo.

Russian (Dvoretsky)

προορᾱτικός: способный предвидеть, прозорливый (ἄνθρωπος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

προορᾱτικός: -ή, -όν, ὁ ταχὺς εἰς τὸ νὰ προΐδῃ τι, προβλεπτικός, Ἀριστ. π. Μαντικῆς 2. 2· τῶν ἀδήλων Φίλων 2. 176· τὸ πρ. μέρος τῆς τέχνης, τῆς ἰατρικῆς τὸ προληπτικὸν τῆς ἀσθενείας, Γαλην. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 302. 82.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προορατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προορῶ
αυτός που έχει την ικανότητα να προβλέπει, ο προνοητικός
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ προορατικόν
η ικανότητα πρόβλεψης
αρχ.
φρ. «τὸ προορατικὸν μέρος τῆς τέχνης» — η προφητική ικανότητα στην αστρολογία.
επίρρ...
προορατικῶς Μ
με προορατικότητα.