ἀνάγνωσμα: Difference between revisions
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anagnosma | |Transliteration C=anagnosma | ||
|Beta Code=a)na/gnwsma | |Beta Code=a)na/gnwsma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[reading]], in concrete, of a book, etc., [[read]], D.H.1.8, Luc.''VH''1.2, Plu.2.328d, Orib.''Fr.''67 (pl.).<br><span class="bld">II</span> = [[ἀνάγνωσις]] ΙΙ, A.D.''Synt.''122.8, al. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0184.png Seite 184]] τό, das Lesen, Vorlesen, auch das Vorgelesene selbst, Luc. V. Hist. 1, 2; ἀναγνώσματα ἱστορικά, historische Lectüre, D. Hal. 1, 8; Plut. Symp. 5, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0184.png Seite 184]] τό, das Lesen, Vorlesen, auch das Vorgelesene selbst, Luc. V. Hist. 1, 2; ἀναγνώσματα ἱστορικά, historische Lectüre, D. Hal. 1, 8; Plut. Symp. 5, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[sujet de lecture]];<br /><b>2</b> [[lecture]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναγιγνώσκω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνάγνωσμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[чтение]] Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[читаемое произведение]], [[сочинение]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάγνωσμα''': -ατος, τό, [[μέρος]] τι συγγραφέως ἢ [[χωρίον]] ἀναγινωσκόμενον μεγαλοφώνως, Διον. Ἁλ. 1. 8 ([[ἔνθα]] κακῶς: [[ἀνάγνωμα]]), Λουκ. περὶ Ἀ. Ἱστ. 1. 2. Πλούτ. 2. 328D. | |lstext='''ἀνάγνωσμα''': -ατος, τό, [[μέρος]] τι συγγραφέως ἢ [[χωρίον]] ἀναγινωσκόμενον μεγαλοφώνως, Διον. Ἁλ. 1. 8 ([[ἔνθα]] κακῶς: [[ἀνάγνωμα]]), Λουκ. περὶ Ἀ. Ἱστ. 1. 2. Πλούτ. 2. 328D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνάγνωσμα:''' -ατος, τό ([[ἀναγιγνώσκω]]), [[κείμενο]] αναγνωσμένο [[δυνατά]], [[κήρυγμα]], [[διάγγελμα]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀνάγνωσμα:''' -ατος, τό ([[ἀναγιγνώσκω]]), [[κείμενο]] αναγνωσμένο [[δυνατά]], [[κήρυγμα]], [[διάγγελμα]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀναγιγνώσκω]]<br />a [[passage]] [[read]] [[aloud]], a [[lecture]], Luc. | |mdlsjtxt=[[ἀναγιγνώσκω]]<br />a [[passage]] [[read]] [[aloud]], a [[lecture]], Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A reading, in concrete, of a book, etc., read, D.H.1.8, Luc.VH1.2, Plu.2.328d, Orib.Fr.67 (pl.).
II = ἀνάγνωσις ΙΙ, A.D.Synt.122.8, al.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 lectura en el sent. de texto, escrito esp. en plu. ἱστορικὰ ἀ. D.H.1.8, παιδικὰ ἀ. Plu.2.35f, ἀκολάστων ἀ. Orib.Ec.66, cf. Luc.VH 1.2, Eus.PE 10.9.27, τά ἅγια ἀ. la Sagrada Escritura Origenes Princ.4.2.1, cf. Epigr.Gr.427.6
•en sg. Ὅμηρος ἦν ἀνάγνωσμα Plu.2.328d, ἥδιστον γὰρ ἦν ἀνάγνωσμα τοῦτο Ph.2.570, cf. PFlor.248.17 (III d.C.) en BL 1.154, οὐδὲ ἀ. πᾶν ἱερωμένῳ πρέπει Iul.Ep.89.301c.
2 pasaje τοῦτο μὲν ... τὸ ἀ. τῶν οὐκ ἐν μέσῳ ἐστίν Acesand.7, de las Escrituras, Ath.Al.M.26.125B.
3 en crít. text. lección, lectura A.D.Synt.122.8, 10.
German (Pape)
[Seite 184] τό, das Lesen, Vorlesen, auch das Vorgelesene selbst, Luc. V. Hist. 1, 2; ἀναγνώσματα ἱστορικά, historische Lectüre, D. Hal. 1, 8; Plut. Symp. 5, 2.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 sujet de lecture;
2 lecture.
Étymologie: ἀναγιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάγνωσμα: ατος τό
1 чтение Luc.;
2 читаемое произведение, сочинение Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάγνωσμα: -ατος, τό, μέρος τι συγγραφέως ἢ χωρίον ἀναγινωσκόμενον μεγαλοφώνως, Διον. Ἁλ. 1. 8 (ἔνθα κακῶς: ἀνάγνωμα), Λουκ. περὶ Ἀ. Ἱστ. 1. 2. Πλούτ. 2. 328D.
Greek Monolingual
το (Α ἀνάγνωσμα)
1. ανάγνωση, διάβασμα
2. οτιδήποτε διαβάζεται (στα νεοελλ. κυρίως για λογοτεχνικά έργα)
3. (Εκκλ.) χωρίο, απόσπασμα εκκλησιαστικού κειμένου που διαβάζεται κατά τη θεία λειτουργία
νεοελλ.
1. επιστημονικό σύγγραμμα που εκδίδεται εν είδει προφορικών μαθημάτων
2. μυθιστορηματική διήγηση σε συνέχειες από τις στήλες περιοδικού ή εφημερίδας
3. στον πληθ. τα αναγνώσματα
συλλογή λογοτεχνικών έργων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγιγνώσκω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναγνωσματάριο.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναγνωσματογράφος].
Greek Monotonic
ἀνάγνωσμα: -ατος, τό (ἀναγιγνώσκω), κείμενο αναγνωσμένο δυνατά, κήρυγμα, διάγγελμα, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἀναγιγνώσκω
a passage read aloud, a lecture, Luc.