ξιφίας: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksifias | |Transliteration C=ksifias | ||
|Beta Code=cifi/as | |Beta Code=cifi/as | ||
|Definition=ου, ὁ, (ξίφος) < | |Definition=-ου, ὁ, ([[ξίφος]])<br><span class="bld">A</span> [[sword fish]], Arist.''HA''505a18, ''Fr.''325,Archestr. ''Fr.''40; cf. [[σκιφίας]].<br><span class="bld">II</span> a kind of [[comet]] (from the shape), Plin.''HN'' 2.89. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
-ου, ὁ, (ξίφος)
A sword fish, Arist.HA505a18, Fr.325,Archestr. Fr.40; cf. σκιφίας.
II a kind of comet (from the shape), Plin.HN 2.89.
German (Pape)
[Seite 280] ὁ, alles Schwertförmige; – a) der Schwertfisch, Archestrat. bei Ath. VII, 314 e; Pol. 34, 2, 15. – b) nach Plin. 2, 25, 23 eine Art der Kometen.
Greek Monolingual
ο (Α ξιφίας και δωρ. τ. σκιφίας)
ζωολ. γένος μεγάλων περκόμορφων ψαριών που το επάνω σαγόνι τους είναι μακρύ και μοιάζει με ξίφος και που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών ξιφιιδών, αλλ. ξιφιός
αρχ.
είδος κομήτη που ονομάστηκε έτσι επειδή είχε σχήμα όμοιο με ξίφος, ξιφηφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + κατάλ. -ίας (πρβλ. δρομίας, ωμίας). Για τον τ. σκιφίας βλ. λ. ξίφος.
Russian (Dvoretsky)
ξῐφίας: ου ὁ меч-рыба Arst., Polyb.