μακρόκωλος: Difference between revisions
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=makrokolos | |Transliteration C=makrokolos | ||
|Beta Code=makro/kwlos | |Beta Code=makro/kwlos | ||
|Definition= | |Definition=μακρόκωλον,<br><span class="bld">A</span> [[long-limbed]], Gp. 19.2.1; applied to a sling, Str.3.5.1.<br><span class="bld">2</span> of authors, [[using sentences with long clauses]], Arist.''Rh.''1409b30. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />aux membres longs <i>en parl. d'une période oratoire</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[κῶλον]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit [[langen]] Gliedern</i>, bes. von einem Satze, Arist. <i>rhet</i>. 3.9; von einer [[Schleuder]], Strab. 3.5.1. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μακρόκωλος:''' рит.<br /><b class="num">1</b> [[состоящий из длинных членов]] (ἡ [[περίοδος]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> ирон. [[пишущий длинными периодами]] Arst. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μακρόκωλος''': -ον, ὁ ἔχων μακρὰ κῶλα, [[μέλη]], Γεωπ. 19. 2, 1· ἡ [[μακρόκωλος]], [[εἶδος]] σφενδόνης, Στράβ. 168. 2) ἐπὶ περιόδων ἐχουσῶν μακρὰ κῶλα ἢ προτάσεις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6· [[ὡσαύτως]], οἱ μακρόκωλοι, οἱ τοιάτα κῶλα μεταχειριζόμενοι, [[αὐτόθι]].· ‒ οὕτω, μακροκωλία, ἡ, μακρὰ [[περίοδος]], Ρήτορες (Walz) 6. σ. 305. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μακρόκωλος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[μακριά]] πόδια, [[μακροσκελής]] («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες<br /><b>2.</b> (για φράσεις, προτάσεις <b>κ.λπ.</b>) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από μεγάλες ημιπεριόδους («μακρόκωλοι περίοδοι καὶ βραχύκωλοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ μακρόκωλοι</i><br />αυτοί που μεταχειρίζονται μεγάλα κώλα περιόδου, μεγάλες ημιπεριόδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κῶλον]] «[[σκέλος]]» ([[πρβλ]]. [[ισόκωλος]], [[μονόκωλος]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μακρόκωλος:''' -ον ([[κῶλον]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[μακρά]] σκέλη· ἡ [[μακρόκωλος]], είδος κρεμασταριού, σε Στράβ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φράσεις, [[μακροπερίοδος]] [[λόγος]], σε Αριστ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μακρό-κωλος, ον [[κῶλον]]<br /><b class="num">1.</b> [[long]]-limbed: ἡ μ. a [[kind]] of [[sling]], Strab.<br /><b class="num">2.</b> of sentences, with [[long]] clauses, Arist. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
μακρόκωλον,
A long-limbed, Gp. 19.2.1; applied to a sling, Str.3.5.1.
2 of authors, using sentences with long clauses, Arist.Rh.1409b30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux membres longs en parl. d'une période oratoire.
Étymologie: μακρός, κῶλον.
German (Pape)
mit langen Gliedern, bes. von einem Satze, Arist. rhet. 3.9; von einer Schleuder, Strab. 3.5.1.
Russian (Dvoretsky)
μακρόκωλος: рит.
1 состоящий из длинных членов (ἡ περίοδος Arst.);
2 ирон. пишущий длинными периодами Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόκωλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰ κῶλα, μέλη, Γεωπ. 19. 2, 1· ἡ μακρόκωλος, εἶδος σφενδόνης, Στράβ. 168. 2) ἐπὶ περιόδων ἐχουσῶν μακρὰ κῶλα ἢ προτάσεις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6· ὡσαύτως, οἱ μακρόκωλοι, οἱ τοιάτα κῶλα μεταχειριζόμενοι, αὐτόθι.· ‒ οὕτω, μακροκωλία, ἡ, μακρὰ περίοδος, Ρήτορες (Walz) 6. σ. 305.
Greek Monolingual
μακρόκωλος, -ον (AM)
μσν.
αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροσκελής («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.)
αρχ.
1. (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες
2. (για φράσεις, προτάσεις κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από μεγάλες ημιπεριόδους («μακρόκωλοι περίοδοι καὶ βραχύκωλοι», Αριστοτ.)
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μακρόκωλοι
αυτοί που μεταχειρίζονται μεγάλα κώλα περιόδου, μεγάλες ημιπεριόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + κῶλον «σκέλος» (πρβλ. ισόκωλος, μονόκωλος)].
Greek Monotonic
μακρόκωλος: -ον (κῶλον),·
1. αυτός που έχει μακρά σκέλη· ἡ μακρόκωλος, είδος κρεμασταριού, σε Στράβ.
2. λέγεται για φράσεις, μακροπερίοδος λόγος, σε Αριστ.
Middle Liddell
μακρό-κωλος, ον κῶλον
1. long-limbed: ἡ μ. a kind of sling, Strab.
2. of sentences, with long clauses, Arist.