πικρόχολος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pikrocholos
|Transliteration C=pikrocholos
|Beta Code=pikro/xolos
|Beta Code=pikro/xolos
|Definition=ον, [[full of bitter bile]], [[bilious]], opp. [[μελάγχολος]]; οἱ πικρόχολοι τὰ ἄνω <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>34</span>, cf. <span class="bibl">61</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span> 1.5</span>; πικρόχολος χυμός Gal.6.247: metaph., [[splenetic]], AP7.69 (Jul.).
|Definition=πικρόχολον, [[full of bitter bile]], [[bilious]], opp. [[μελάγχολος]]; οἱ πικρόχολοι τὰ ἄνω Hp.''Acut.''34, cf. 61, Aret.''SA'' 1.5; πικρόχολος χυμός Gal.6.247: metaph., [[splenetic]], AP7.69 (Jul.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρόχολος Medium diacritics: πικρόχολος Low diacritics: πικρόχολος Capitals: ΠΙΚΡΟΧΟΛΟΣ
Transliteration A: pikrócholos Transliteration B: pikrocholos Transliteration C: pikrocholos Beta Code: pikro/xolos

English (LSJ)

πικρόχολον, full of bitter bile, bilious, opp. μελάγχολος; οἱ πικρόχολοι τὰ ἄνω Hp.Acut.34, cf. 61, Aret.SA 1.5; πικρόχολος χυμός Gal.6.247: metaph., splenetic, AP7.69 (Jul.).

German (Pape)

[Seite 615] von bitterer Galle, mit bitterer Galle, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une bile amère ; fig. acariâtre, acerbe.
Étymologie: πικρός, χόλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πικρόχολος -ον [πικρός, χολή] vol gal.

Russian (Dvoretsky)

πικρόχολος: желчный, язвительный (στόμα Anth.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πικρόχολος, -ον, ΝΜΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που συμπεριφέρεται σαν πικρή χολή, δύσθυμος, στρυφνός, αντιπαθητικός
2. γεμάτος πικράδα, γεμάτος κακία (α. «πικρόχολη απάντηση» β. «πικρόχολα λόγια»)
μσν.-αρχ.
χολώδης, χολερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + χόλος (πρβλ. μελάγχολος)].

Greek Monotonic

πικρόχολος: -ον, αυτός που είναι γεμάτος με πικρή χολή, κακόβουλος, μοχθηρός, πικρόχολος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πικρόχολος: -ον, ὁ πλήρης πικρᾶς χολῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μελάγχολος· τὰ ἄνω π. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· μεταφορ. ὀξύθυμος, ὀργίλος, Ἀνθ. Π. 7. 69· ― πικροχολία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μελαγχολία, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.

Middle Liddell

πικρό-χολος, ον,
full of bitter bile, splenetic, Anth.