θαυματουργός: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thavmatourgos | |Transliteration C=thavmatourgos | ||
|Beta Code=qaumatourgo/s | |Beta Code=qaumatourgo/s | ||
|Definition= | |Definition=θαυματουργόν,<br><span class="bld">A</span> = [[θαυματοποιός]], [[γυναῖκες]] [[acrobat]]s, Ath.4.129d.<br><span class="bld">II</span> [[puppet maker]] or [[puppet showman]], Hero ''Aut.''1.7(pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui fait des tours d'adresse.<br />'''Étymologie:''' [[θαῦμα]], [[ἔργον]]. | |btext=ός, όν :<br />[[qui fait des tours d'adresse]].<br />'''Étymologie:''' [[θαῦμα]], [[ἔργον]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
θαυματουργόν,
A = θαυματοποιός, γυναῖκες acrobats, Ath.4.129d.
II puppet maker or puppet showman, Hero Aut.1.7(pl.).
German (Pape)
[Seite 1189] = θαυματοποιός, Ath. IV, 129 d u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui fait des tours d'adresse.
Étymologie: θαῦμα, ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) = θαυματοποιός, Ἀθήν. 129D.
Greek Monolingual
και θαματουργός, -ή, -ό (AM θαυματουργός, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που φέρει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, ο πολύ αποτελεσματικός («θαυματουργό φάρμακο»)
2. ο αριστοτέχνης στο επάγγελμά του
νεοελλ.-μσν.
αυτός που κάνει θαύματα («θαυματουργή εικόνα»)
αρχ.
αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά.
επίρρ...
θαυματουργός και -ά
με θαυματουργό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, -ατος + -ουργός (< έργον), πρβλ. ελαιουργός, ξυλουργός].
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό θαῦμα + ἔργω. Δές στό ρῆμα ἐργάζομαι καί στή λέξη θαῦμα γιά περισσότερα παράγωγα.