σπουδάρχης: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spoudarchis
|Transliteration C=spoudarchis
|Beta Code=spouda/rxhs
|Beta Code=spouda/rxhs
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who is eager for offices of state, placeman</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>1.4</span>; but <b class="b3">σπουδαρχίας</b> is restored from Hsch. and <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.109</span> B.</span>
|Definition=σπουδάρχου, ὁ, one who is [[eager]] for [[office]]s of [[state]], [[placeman]], X.''Smp.''1.4; but [[σπουδαρχίας]] is restored from [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] and Phryn.''PS''p.109 B.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0925.png Seite 925]] ὁ, Einer der sich zu Staatsämtern, Ehrenstellen u. dgl. heftig zudrängt, sie immer führen will, Xen. Conv. 1, 4, wo Dindorf [[σπουδαρχίας]] herstellt, s. unten das Wort.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[celui qui brigue une charge]].<br />'''Étymologie:''' [[σπουδή]], [[ἀρχή]].
}}
{{elru
|elrutext='''σπουδάρχης:''' ου ὁ [[домогающийся государственного поста]] (Xen. - [[varia lectio|v.l.]] [[σπουδαρχία]]).
}}
{{ls
|lstext='''σπουδάρχης''': -ου, ὁ, ὁ μετὰ προθυμίας καὶ σπουδῆς ἐνεργῶν διὰ δημοσίαν τινὰ θέσιν ἢ [[ἀξίωμα]], θεσιθήρας, Ξεν. Συμπ. 1, 4· ἀλλ’ ὁ L. Dind. ἀπορρίπτει τὴν λέξιν ἀναγινώσκων [[σπουδαρχίας]] ἐκ τοῦ Ἡσυχ. καὶ τῶν Α. Β. 63. ΙΙ. ὁ μετὰ ζήλου καὶ προθυμίας ἀρχόμενός τινος, Θεόδ. Στουδ. 22Β, 39Α.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που αρχίζει [[κάτι]] με ζήλο και [[προθυμία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιδιώκει με [[κάθε]] [[μέσο]] να καταλάβει μια επίσημη [[θέση]], ένα [[αξίωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπουδή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σπουδάρχης:''' -ου, ὁ ([[ἄρχω]]), αυτός που ενεργεί δυναμικά, που πασχίζει να καταλάβει [[δημόσιο]] [[αξίωμα]], [[θεσιθήρας]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σπουδ-άρχης, ου, ὁ, [[ἄρχω]]<br />one who canvasses for [[office]], a [[place]]-man, Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδάρχης Medium diacritics: σπουδάρχης Low diacritics: σπουδάρχης Capitals: ΣΠΟΥΔΑΡΧΗΣ
Transliteration A: spoudárchēs Transliteration B: spoudarchēs Transliteration C: spoudarchis Beta Code: spouda/rxhs

English (LSJ)

σπουδάρχου, ὁ, one who is eager for offices of state, placeman, X.Smp.1.4; but σπουδαρχίας is restored from Hsch. and Phryn.PSp.109 B.

German (Pape)

[Seite 925] ὁ, Einer der sich zu Staatsämtern, Ehrenstellen u. dgl. heftig zudrängt, sie immer führen will, Xen. Conv. 1, 4, wo Dindorf σπουδαρχίας herstellt, s. unten das Wort.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui brigue une charge.
Étymologie: σπουδή, ἀρχή.

Russian (Dvoretsky)

σπουδάρχης: ου ὁ домогающийся государственного поста (Xen. - v.l. σπουδαρχία).

Greek (Liddell-Scott)

σπουδάρχης: -ου, ὁ, ὁ μετὰ προθυμίας καὶ σπουδῆς ἐνεργῶν διὰ δημοσίαν τινὰ θέσιν ἢ ἀξίωμα, θεσιθήρας, Ξεν. Συμπ. 1, 4· ἀλλ’ ὁ L. Dind. ἀπορρίπτει τὴν λέξιν ἀναγινώσκων σπουδαρχίας ἐκ τοῦ Ἡσυχ. καὶ τῶν Α. Β. 63. ΙΙ. ὁ μετὰ ζήλου καὶ προθυμίας ἀρχόμενός τινος, Θεόδ. Στουδ. 22Β, 39Α.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μσν.
αυτός που αρχίζει κάτι με ζήλο και προθυμία
αρχ.
αυτός που επιδιώκει με κάθε μέσο να καταλάβει μια επίσημη θέση, ένα αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή + -άρχης (< ἄρχω)].

Greek Monotonic

σπουδάρχης: -ου, ὁ (ἄρχω), αυτός που ενεργεί δυναμικά, που πασχίζει να καταλάβει δημόσιο αξίωμα, θεσιθήρας, σε Ξεν.

Middle Liddell

σπουδ-άρχης, ου, ὁ, ἄρχω
one who canvasses for office, a place-man, Xen.