ζάλος: Difference between revisions
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zalos | |Transliteration C=zalos | ||
|Beta Code=za/los | |Beta Code=za/los | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], ὁ, [[mud]], <b class="b3">ζ. ἰλυόεις</b>, = <b class="b3">βορβορῶδες κῦμα</b>, Nic.''Th.''568; [[ζάλον]] ([[ζαλόν]] cod.)· πηλόν, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: metaph., Lib.''Ep.''1144. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, mud, ζ. ἰλυόεις, = βορβορῶδες κῦμα, Nic.Th.568; ζάλον (ζαλόν cod.)· πηλόν, Hsch.: metaph., Lib.Ep.1144.
German (Pape)
[Seite 1136] ὁ, = ζάλη, ἰλυόεις, schlammiger Strudel, Nic. Th. 568, Schol. βορβορῶδες κῦμα.
Greek (Liddell-Scott)
ζάλος: ὁ, = ζάλη, ζάλος ἰλυόεις, βορβορῶδες κῦμα, Νικ. Θ. 568.
Greek Monolingual
(I)
ο (Μ ζάλος)
νεοελλ.
1. ζάλη, σκοτοδίνη
«έχει ζάλο στο κεφάλι»
2. ζαλιά, φορτίο
μσν.
βάσανο, σκοτούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη, με μεταβολή γένους].
(II)
ζάλος, ὁ (Α)
λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].