ἀνίκανος: Difference between revisions
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anikanos | |Transliteration C=anikanos | ||
|Beta Code=a)ni/kanos | |Beta Code=a)ni/kanos | ||
|Definition=[ῐ], ον, <span class=" | |Definition=[ῐ], ον,<br><span class="bld">A</span> [[insufficient]], [[incapable]], Babr.92 ''Subscr.'', Hld.2.30.<br><span class="bld">2</span> [[dissatisfied with everything]], Arr.''Epict.''4.1.106. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀνίκᾰνος) -ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[incapaz]] ἔργοις ἀ. incapaz en la acción</i> Babr.92 epimitio (Crusius), ἐγὼ μὲν οὐκ [[ἀνίκανος]] ... δῶρόν γε λαμβάνων Hld.2.30.4<br /><b class="num">•</b>[[incapacitado]] por una lesión οὐτέπο[τ] ε στρατεύομαι ἀ. <i>PHerm.Rees</i> 7.18 (IV d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[insatisfecho]] τί [[ἄπληστος]] εἶ; τί [[ἀνίκανος]]; Arr.<i>Epict</i>.4.1.106.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[insuficientemente]] ἀ. ... ἔχοντος ... νόμου siendo insuficiente la ley</i> Cyr.Al.M.70.37C. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0237.png Seite 237]] 1) für den nichts hinreicht, ungenügsam, Arr. Ep. 4, 1, 106, neben [[ἄπληστος]]. – 2) unzureichend, unfähig, Heliod. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0237.png Seite 237]] 1) für den nichts hinreicht, ungenügsam, Arr. Ep. 4, 1, 106, neben [[ἄπληστος]]. – 2) unzureichend, unfähig, Heliod. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[insuffisant]], [[incapable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἱκανός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνίκᾰνος:''' [[недостаточный]] или [[неспособный]] Babr. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνίκᾰνος''': [ῐ], -ον, ὁ μὴ [[ἀρκετός]], ὁ μὴ [[ἱκανός]], ὡς καὶ νῦν, Βαβρ. 92, ἐν τέλ., Ἡλιόδ. 2. 30. 2) ὁ μηδὲν εὑρίσκων ἱκανόν, [[ἀκόρεστος]], «ᾧ οὐδέν ἐστιν ἱκανόν, ὁ [[μηδέποτε]] λέγων [[ἅλις]]» (Σημ. Κοραῆ σ. 408 εἰς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 106). ― Ἐπίρρ. -νως, Κύριλλ. Ἀλ. καὶ ἄλλ. | |lstext='''ἀνίκᾰνος''': [ῐ], -ον, ὁ μὴ [[ἀρκετός]], ὁ μὴ [[ἱκανός]], ὡς καὶ νῦν, Βαβρ. 92, ἐν τέλ., Ἡλιόδ. 2. 30. 2) ὁ μηδὲν εὑρίσκων ἱκανόν, [[ἀκόρεστος]], «ᾧ οὐδέν ἐστιν ἱκανόν, ὁ [[μηδέποτε]] λέγων [[ἅλις]]» (Σημ. Κοραῆ σ. 408 εἰς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 106). ― Ἐπίρρ. -νως, Κύριλλ. Ἀλ. καὶ ἄλλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνίκανος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει την [[ικανότητα]] να κάνει ή να πει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αδέξιος]], [[ανεπαρκής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο μη [[ικανός]] για στρατιωτική [[υπηρεσία]], ιερατικό [[λειτούργημα]] ή [[εργασία]] εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από σεξουαλική [[ανικανότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανικανοποίητος]], [[ακόρεστος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''ἀνίκανος:''' [ῐ], -ον, [[ακατάλληλος]], [[αναρμόδιος]], [[ανεπαρκής]], σε Βάβρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[insufficient]], [[incapable]], Babr. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A insufficient, incapable, Babr.92 Subscr., Hld.2.30.
2 dissatisfied with everything, Arr.Epict.4.1.106.
Spanish (DGE)
(ἀνίκᾰνος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
I 1incapaz ἔργοις ἀ. incapaz en la acción Babr.92 epimitio (Crusius), ἐγὼ μὲν οὐκ ἀνίκανος ... δῶρόν γε λαμβάνων Hld.2.30.4
•incapacitado por una lesión οὐτέπο[τ] ε στρατεύομαι ἀ. PHerm.Rees 7.18 (IV d.C.).
2 insatisfecho τί ἄπληστος εἶ; τί ἀνίκανος; Arr.Epict.4.1.106.
II adv. -ως insuficientemente ἀ. ... ἔχοντος ... νόμου siendo insuficiente la ley Cyr.Al.M.70.37C.
German (Pape)
[Seite 237] 1) für den nichts hinreicht, ungenügsam, Arr. Ep. 4, 1, 106, neben ἄπληστος. – 2) unzureichend, unfähig, Heliod.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
insuffisant, incapable.
Étymologie: ἀ, ἱκανός.
Russian (Dvoretsky)
ἀνίκᾰνος: недостаточный или неспособный Babr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίκᾰνος: [ῐ], -ον, ὁ μὴ ἀρκετός, ὁ μὴ ἱκανός, ὡς καὶ νῦν, Βαβρ. 92, ἐν τέλ., Ἡλιόδ. 2. 30. 2) ὁ μηδὲν εὑρίσκων ἱκανόν, ἀκόρεστος, «ᾧ οὐδέν ἐστιν ἱκανόν, ὁ μηδέποτε λέγων ἅλις» (Σημ. Κοραῆ σ. 408 εἰς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 106). ― Ἐπίρρ. -νως, Κύριλλ. Ἀλ. καὶ ἄλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνίκανος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει την ικανότητα να κάνει ή να πει κάτι
2. αδέξιος, ανεπαρκής
νεοελλ.
1. ο μη ικανός για στρατιωτική υπηρεσία, ιερατικό λειτούργημα ή εργασία εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας
2. αυτός που πάσχει από σεξουαλική ανικανότητα
αρχ.
ανικανοποίητος, ακόρεστος.
Greek Monotonic
ἀνίκανος: [ῐ], -ον, ακατάλληλος, αναρμόδιος, ανεπαρκής, σε Βάβρ.
Middle Liddell
insufficient, incapable, Babr.