ἄσωστος: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asostos
|Transliteration C=asostos
|Beta Code=a)/swstos
|Beta Code=a)/swstos
|Definition=ον, (σῴζω) [[not to be saved]], [[past recovery]], ἄσωστά οἵ ἐστιν <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>13.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>12.24</span> (ii B. C.). Adv. <b class="b3">-τως, διατίθεσθαι, ἔχειν</b>, Dsc.2.141, Gal.15.753.
|Definition=ἄσωστον, ([[σῴζω]]) [[not to be saved]], [[past recovery]], ἄσωστά οἵ ἐστιν Ael.''NA''13.7, ''PFay.''12.24 (ii B. C.). Adv. [[ἀσώστως]], διατίθεσθαι, ἔχειν, Dsc.2.141, Gal.15.753.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[insalvable]], [[perdido]] de una vida licenciosa ἄσωστον αὐτῷ τὸν λοιπὸν βίον ἔσεσθαι Antipho <i>Fr</i>.66, cf. Clem.Al.<i>Paed</i>.2.1.7<br /><b class="num">•</b>[[incurable]] (νοσήματα) ἄσωστά οἵ ἐστιν Ael.<i>NA</i> 13.7<br /><b class="num"></b>neutr. plu. como adv. [[sin salvación]] de unos cazadores ἀποπίπτουσιν D.P.<i>Au</i>.3.1.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[en estado desesperado]], [[sin salvación]] διατίθεσθαι Dsc.2.141, ἔχειν Gal.15.753.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut sauver.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σῴζω]].
|btext=ος, ον :<br />[[qu'on ne peut sauver]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σῴζω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[insalvable]], [[perdido]] de una vida licenciosa ἄσωστον αὐτῷ τὸν λοιπὸν βίον ἔσεσθαι Antipho <i>Fr</i>.66, cf. Clem.Al.<i>Paed</i>.2.1.7<br /><b class="num">•</b>[[incurable]] (νοσήματα) ἄσωστά οἵ ἐστιν Ael.<i>NA</i> 13.7<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. [[sin salvación]] de unos cazadores ἀποπίπτουσιν D.P.<i>Au</i>.3.1.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[en estado desesperado]], [[sin salvación]] διατίθεσθαι Dsc.2.141, ἔχειν Gal.15.753.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ανέσωστος]] και [[άσωτος]], -η, -ο (AM [[ἄσωστος]], -ον) [[σώζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, [[ανεξάντλητος]], [[ατέλειωτος]]<br /><b>2.</b> [[ελλιπής]], [[ασυμπλήρωτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] διασωθεί<br /><b>4.</b> αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει [[κανείς]], [[απλησίαστος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να σωθεί, [[αθεράπευτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να γλυτώσει, να αποφύγει τον θάνατο.
|mltxt=και [[ανέσωστος]] και [[άσωτος]], -η, -ο (AM [[ἄσωστος]], -ον) [[σώζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, [[ανεξάντλητος]], [[ατέλειωτος]]<br /><b>2.</b> [[ελλιπής]], [[ασυμπλήρωτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] διασωθεί<br /><b>4.</b> αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει [[κανείς]], [[απλησίαστος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να σωθεί, [[αθεράπευτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να γλυτώσει, να αποφύγει τον θάνατο.
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσωστος Medium diacritics: ἄσωστος Low diacritics: άσωστος Capitals: ΑΣΩΣΤΟΣ
Transliteration A: ásōstos Transliteration B: asōstos Transliteration C: asostos Beta Code: a)/swstos

English (LSJ)

ἄσωστον, (σῴζω) not to be saved, past recovery, ἄσωστά οἵ ἐστιν Ael.NA13.7, PFay.12.24 (ii B. C.). Adv. ἀσώστως, διατίθεσθαι, ἔχειν, Dsc.2.141, Gal.15.753.

Spanish (DGE)

-ον
1 insalvable, perdido de una vida licenciosa ἄσωστον αὐτῷ τὸν λοιπὸν βίον ἔσεσθαι Antipho Fr.66, cf. Clem.Al.Paed.2.1.7
incurable (νοσήματα) ἄσωστά οἵ ἐστιν Ael.NA 13.7
neutr. plu. como adv. sin salvación de unos cazadores ἀποπίπτουσιν D.P.Au.3.1.
2 adv. -ως en estado desesperado, sin salvación διατίθεσθαι Dsc.2.141, ἔχειν Gal.15.753.

German (Pape)

[Seite 382] unrettbar, Plut. Ale. 3; Ael. H. A. 13, 8. S. ἄσωτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on ne peut sauver.
Étymologie: , σῴζω.

Greek Monolingual

και ανέσωστος και άσωτος, -η, -ο (AM ἄσωστος, -ον) σώζω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, ανεξάντλητος, ατέλειωτος
2. ελλιπής, ασυμπλήρωτος
3. αυτός που δεν έχει ακόμη διασωθεί
4. αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει κανείς, απλησίαστος
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν μπορεί να σωθεί, αθεράπευτος
2. αυτός που δεν μπορεί να γλυτώσει, να αποφύγει τον θάνατο.