ἀναδατέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anadateomai
|Transliteration C=anadateomai
|Beta Code=a)nadate/omai
|Beta Code=a)nadate/omai
|Definition=[[divide anew]], [[redistribute]], ὁ δῆμος τὴν γῆν ἐπενόει αναδάσασθαι <span class="bibl">Th.5.4</span>:—Pass., [[ἀναδαίομαι]] to [[be distributed]], Orac. ap. <span class="bibl">Hdt.4.159</span>: aor. -δασθείς <span class="bibl">Plu.<span class="title">Agis</span>8</span>.
|Definition=[[divide anew]], [[redistribute]], ὁ δῆμος τὴν γῆν ἐπενόει αναδάσασθαι Th.5.4:—Pass., [[ἀναδαίομαι]] to [[be distributed]], Orac. ap. Hdt.4.159: aor. -δασθείς Plu.''Agis''8.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναδᾰτέομαι:''' αόρ. αʹ <i>ἀν-εδασάμην</i>· [[διανέμω]] εκ νέου, [[ανακατανέμω]], ξαναμοιράζω, σε Θουκ. — Παθ., [[ἀναδαίομαι]], διανέμομαι, σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.
|lsmtext='''ἀναδᾰτέομαι:''' αόρ. αʹ <i>ἀν-εδασάμην</i>· [[διανέμω]] εκ νέου, [[ανακατανέμω]], ξαναμοιράζω, σε Θουκ. — Παθ., [[ἀναδαίομαι]], διανέμομαι, σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[divide]] anew, [[redistribute]], Thuc.:—Pass. [[ἀναδαίομαι]], to be distributed, Orac. ap. Hdt.
|mdlsjtxt=<br />to [[divide]] anew, [[redistribute]], Thuc.:—Pass. [[ἀναδαίομαι]], to be distributed, Orac. ap. Hdt.
}}
}}

Revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδατέομαι Medium diacritics: ἀναδατέομαι Low diacritics: αναδατέομαι Capitals: ΑΝΑΔΑΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: anadatéomai Transliteration B: anadateomai Transliteration C: anadateomai Beta Code: a)nadate/omai

English (LSJ)

divide anew, redistribute, ὁ δῆμος τὴν γῆν ἐπενόει αναδάσασθαι Th.5.4:—Pass., ἀναδαίομαι to be distributed, Orac. ap. Hdt.4.159: aor. -δασθείς Plu.Agis8.

Spanish (DGE)

• Morfología: [inf. aor. ἀναδάσασθαι Th.5.4, cret. ἀνδάζαθαι ICr.4.5.2 (Gortina VII/VI a.C.)]
hacer un nuevo reparto, redistribuir τὴν γῆν Th.l.c., cf. Plu.Agis 8, τὴν ἀρχήν D.C.48.1.3, cf. 48.22.2, I.AI 5.109
abs. repartir tierras, ICr.l.c.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
partager, diviser de nouveau, redistribuer LSJ.
Étymologie: ἀνά, δατέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδατέομαι: (ἴδε δατέομαι), διαιρῶ ἐκ νέου, ἐκ νέου διανέμω, (πρβλ. ἀναδασμός), ὁ δῆμος τὴν γῆν ἐπενόει ἀναδάσασθαι Θουκ. 5. 4: ― Παθητ. δέ τις τύπος ἀναδαίομαι, διαμοιράζομαι, ἀπαντᾷ ἐν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 159· ἀόρ. -δασθεὶς Πλουτ. Ἆγις 8.

Greek Monolingual

ἀναδατέομαι (Α)
διανέμω εκ νέου, ξαναδιαιρώ, ξαναμοιράζω, εκτελώ αναδασμό της γής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δατέομαι.
ΠΑΡ. ἀναδασμός αρχ. ἀνάδαστος
(μσν. –νεοελλ.) αναδάσιμος].

Greek Monotonic

ἀναδᾰτέομαι: αόρ. αʹ ἀν-εδασάμην· διανέμω εκ νέου, ανακατανέμω, ξαναμοιράζω, σε Θουκ. — Παθ., ἀναδαίομαι, διανέμομαι, σε Χρησμ. παρά Ηροδ.

Middle Liddell


to divide anew, redistribute, Thuc.:—Pass. ἀναδαίομαι, to be distributed, Orac. ap. Hdt.