Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκοτομήνη: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skotomini
|Transliteration C=skotomini
|Beta Code=skotomh/nh
|Beta Code=skotomh/nh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">moonless night</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span>10(11).2</span>, <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Or.</span>24(44).51</span> (f.l. for [[-μαίνῃ]]), Democr.(?) ap.<span class="title">Et.Gen.</span> s.v. [[γλαύξ]].</span>
|Definition=ἡ, [[moonless night]], [[LXX]] ''Ps.''10(11).2, Aristid.''Or.''24(44).51 (f.l. for [[σκοτομαίνῃ]]), Democr.(?) ap.''Et.Gen.'' [[sub verbo|s.v.]] [[γλαύξ]].
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />nuit obscure, sans lune ; <i>fig.</i> [[obscurité]], [[trouble]].<br />'''Étymologie:''' [[σκότος]], [[μήνη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκοτομήνη''': ἡ, νὺξ [[ἀσέληνος]], «σκοτάδι», Ἀριστείδ. 1. 570, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 59· [[ὡσαύτως]] σκοτομηνία, Χρύσιππ. ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. εἰς Ἰλ. Φ. 483, Ἀκύλλας ἐν Παλ. Διαθ.
|lstext='''σκοτομήνη''': ἡ, νὺξ [[ἀσέληνος]], «σκοτάδι», Ἀριστείδ. 1. 570, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 59· [[ὡσαύτως]] σκοτομηνία, Χρύσιππ. ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. εἰς Ἰλ. Φ. 483, Ἀκύλλας ἐν Παλ. Διαθ.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ης () :<br />nuit obscure, sans lune ; <i>fig.</i> obscurité, trouble.<br />'''Étymologie:''' [[σκότος]], [[μήνη]].
|mltxt=και [[σκοτόμαινα]] και [[σκοτόμηνα]], ἡ, Α<br />ασέληνη, σκοτεινή [[νύχτα]] («ἡτοίμασαν βέλη... τοῦ κατατοξεῦσαι ἐν σκοτομήνῃ τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκοτομηνία]], κατ' [[επίδραση]] του [[μήνη]] «[[σελήνη]]», ενώ ο τ. [[σκοτόμαινα]] [[κατά]] τα θηλ. -<i>αινα</i> ([[πρβλ]]. [[θεράπαινα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκοτομήνη:''' ἡ, ασέληνη, [[χωρίς]] [[φεγγάρι]] [[νύχτα]], σκοτεινή [[νύχτα]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκοτο-[[μήνη]], ἡ,<br />a [[moonless]] [[night]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=νύχτα [[χωρίς]] φεγγάρι). Ἀπό τό [[σκότος]] + [[μήνη]] (=[[φεγγάρι]]), πού παράγεται ἀπό τό [[μήν]] μηνός, ὄπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[σκοτεινός]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, = [[σκοτομηνία]], <i>[[LXX]]</i>.
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτομήνη Medium diacritics: σκοτομήνη Low diacritics: σκοτομήνη Capitals: ΣΚΟΤΟΜΗΝΗ
Transliteration A: skotomḗnē Transliteration B: skotomēnē Transliteration C: skotomini Beta Code: skotomh/nh

English (LSJ)

ἡ, moonless night, LXX Ps.10(11).2, Aristid.Or.24(44).51 (f.l. for σκοτομαίνῃ), Democr.(?) ap.Et.Gen. s.v. γλαύξ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
nuit obscure, sans lune ; fig. obscurité, trouble.
Étymologie: σκότος, μήνη.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτομήνη: ἡ, νὺξ ἀσέληνος, «σκοτάδι», Ἀριστείδ. 1. 570, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 59· ὡσαύτως σκοτομηνία, Χρύσιππ. ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. εἰς Ἰλ. Φ. 483, Ἀκύλλας ἐν Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

και σκοτόμαινα και σκοτόμηνα, ἡ, Α
ασέληνη, σκοτεινή νύχτα («ἡτοίμασαν βέλη... τοῦ κατατοξεῦσαι ἐν σκοτομήνῃ τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτομηνία, κατ' επίδραση του μήνη «σελήνη», ενώ ο τ. σκοτόμαινα κατά τα θηλ. -αινα (πρβλ. θεράπαινα)].

Greek Monotonic

σκοτομήνη: ἡ, ασέληνη, χωρίς φεγγάρι νύχτα, σκοτεινή νύχτα.

Middle Liddell

σκοτο-μήνη, ἡ,
a moonless night.

Mantoulidis Etymological

(=νύχτα χωρίς φεγγάρι). Ἀπό τό σκότος + μήνη (=φεγγάρι), πού παράγεται ἀπό τό μήν μηνός, ὄπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη σκοτεινός.

German (Pape)

ἡ, = σκοτομηνία, LXX.