Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεπτεπίλεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leptepileptos
|Transliteration C=leptepileptos
|Beta Code=leptepi/leptos
|Beta Code=leptepi/leptos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thin-upon-thin</b>, i.e. <b class="b2">as thin as thin can be</b>, in Comp., <span class="title">AP</span>11.110 (Nicarch.); cf. <b class="b3">παππεπίπαππος, φαυλεπίφαυλος</b>.</span>
|Definition=λεπτεπίλεπτον, [[thin-upon-thin]], i.e. [[as thin as thin can be]], in Comp., ''AP''11.110 (Nicarch.); cf. [[παππεπίπαππος]], [[φαυλεπίφαυλος]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] dünn über dünn, übermäßig dünn, im compar., Nicarch. 16 (XI, 110). Vgl. [[φαυλεπίφαυλος]], Auch a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[très mince]], [[très délicat]].<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[ἐπί]], [[λεπτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτεπίλεπτος:''' [[тончайший из тонких]], [[самый тонкий]] Anth.
}}
{{ls
|lstext='''λεπτεπίλεπτος''': -ον, [[λίαν]] [[λεπτός]], ὅσον [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ γίνῃ [[λεπτός]], ἐν τῷ συγκρ., Ἀνθ. Π. 11. 110· πρβλ. κυβεπίκυβοι, [[παππεπίπαππος]], [[φαυλεπίφαυλος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[λεπτεπίλεπτος]], -ον)<br />υπερβολικά [[λεπτός]], [[ισχνός]], λεπτότατος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[ευαίσθητος]], ασκληραγώγητος, [[λεπτοφυής]], [[ευπρόσβλητος]] σε ασθένειες<br /><b>2.</b> [[εξεζητημένος]] στους τρόπους, στην [[περιβολή]] και στην [[εμφάνιση]] ή [[σχολαστικός]] [[τηρητής]] της εθιμοτυπίας<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λεπτεπίλεπτον</i><br />ως [[αστρολογικός]] όρος για τις υποδιαιρέσεις της σφαίρας και τών απλανών αστέρων) η ελάχιστη [[υποδιαίρεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεπτός]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπί</i> <span style="color: red;">+</span> [[λεπτός]], επαναληπτικό σύνθετο ([[πρβλ]]. [[κυβεπί]]-<i>κυβος</i>, <i>φαυλ</i>-<i>επί</i>-<i>φαυλος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεπτεπίλεπτος:''' -ον, [[πάρα]] [[πολύ]] [[λεπτός]], δηλ. τόσο [[λεπτός]] όσο γίνεται, [[εύθραυστος]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λεπτ-επί-λεπτος, ον<br />[[thin]]-[[upon]]-[[thin]], i. e. [[thin]] as [[thin]] can be, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτεπίλεπτος Medium diacritics: λεπτεπίλεπτος Low diacritics: λεπτεπίλεπτος Capitals: ΛΕΠΤΕΠΙΛΕΠΤΟΣ
Transliteration A: leptepíleptos Transliteration B: leptepileptos Transliteration C: leptepileptos Beta Code: leptepi/leptos

English (LSJ)

λεπτεπίλεπτον, thin-upon-thin, i.e. as thin as thin can be, in Comp., AP11.110 (Nicarch.); cf. παππεπίπαππος, φαυλεπίφαυλος.

German (Pape)

[Seite 30] dünn über dünn, übermäßig dünn, im compar., Nicarch. 16 (XI, 110). Vgl. φαυλεπίφαυλος, Auch a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très mince, très délicat.
Étymologie: λεπτός, ἐπί, λεπτός.

Russian (Dvoretsky)

λεπτεπίλεπτος: тончайший из тонких, самый тонкий Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτεπίλεπτος: -ον, λίαν λεπτός, ὅσον εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ λεπτός, ἐν τῷ συγκρ., Ἀνθ. Π. 11. 110· πρβλ. κυβεπίκυβοι, παππεπίπαππος, φαυλεπίφαυλος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λεπτεπίλεπτος, -ον)
υπερβολικά λεπτός, ισχνός, λεπτότατος
νεοελλ.
1. πολύ ευαίσθητος, ασκληραγώγητος, λεπτοφυής, ευπρόσβλητος σε ασθένειες
2. εξεζητημένος στους τρόπους, στην περιβολή και στην εμφάνιση ή σχολαστικός τηρητής της εθιμοτυπίας
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λεπτεπίλεπτον
ως αστρολογικός όρος για τις υποδιαιρέσεις της σφαίρας και τών απλανών αστέρων) η ελάχιστη υποδιαίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + ἐπί + λεπτός, επαναληπτικό σύνθετο (πρβλ. κυβεπί-κυβος, φαυλ-επί-φαυλος)].

Greek Monotonic

λεπτεπίλεπτος: -ον, πάρα πολύ λεπτός, δηλ. τόσο λεπτός όσο γίνεται, εύθραυστος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λεπτ-επί-λεπτος, ον
thin-upon-thin, i. e. thin as thin can be, Anth.