μονόστολος: Difference between revisions

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monostolos
|Transliteration C=monostolos
|Beta Code=mono/stolos
|Beta Code=mono/stolos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">going alone</b>, Lyc.690: generally, <b class="b2">alone, single</b>, δόρυ <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>742</span>; λείπομαι φίλας μονόστολος ματρός <span class="bibl">Id.<span class="title">Alc.</span>407</span> (lyr.).</span>
|Definition=μονόστολον, [[going alone]], Lyc.690: generally, [[alone]], [[single]], δόρυ E.''Ph.''742; λείπομαι φίλας μονόστολος ματρός Id.''Alc.''407 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] allein gesandt, allein kommend, [[δόρυ]], Eur. Phoen. 749; übh. allein, λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός, Alc. 409, wo der Schol. es ἔρημος erkl., ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν μονοστελλομένων πλοίων; einzeln bei sp. D.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] allein gesandt, allein kommend, [[δόρυ]], Eur. Phoen. 749; übh. allein, λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός, Alc. 409, wo der Schol. es ἔρημος erkl., ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν μονοστελλομένων πλοίων; einzeln bei sp. D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />seul, solitaire ; qui voyage seul.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[στόλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονόστολος:'''<br /><b class="num">1</b> [[посылаемый]] (бросаемый) в одиночку, т. е. пускаемый в ход в единоборстве: μονοστόλου [[δορός]] Eur. в единоборстве;<br /><b class="num">2</b> [[покинутый]], [[лишившийся]] (φίλας [[ματρός]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόστολος''': -ον, ὁ πορευόμενος [[μόνος]], Λυκόφρ. 690 [[καθόλου]], [[μόνος]], μεμονωμένος, λόχων ἀνάσσειν ἢ μονοστόλου δουρός; νὰ διοικῶσι λόχους ἢ [[ἕκαστος]] νὰ διοικῇ τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[δόρυ]] μόνον; Εὐρ. Φοιν. 749· λείπομαι φίλας [[μονόστολος]] μητρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 406· πρβλ. [[μονόζωνος]].
|lstext='''μονόστολος''': -ον, ὁ πορευόμενος [[μόνος]], Λυκόφρ. 690 [[καθόλου]], [[μόνος]], μεμονωμένος, λόχων ἀνάσσειν ἢ μονοστόλου δουρός; νὰ διοικῶσι λόχους ἢ [[ἕκαστος]] νὰ διοικῇ τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[δόρυ]] μόνον; Εὐρ. Φοιν. 749· λείπομαι φίλας [[μονόστολος]] μητρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 406· πρβλ. [[μονόζωνος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />seul, solitaire ; qui voyage seul.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[στόλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονόστολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αποστέλλεται [[κάπου]] [[μόνος]] («μονοστόλῳ<br />τῷ [[κατά]] μόνας ἐλθόντι», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μόνος]], [[έρημος]], απομονωμένος («λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός» <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ατομικός]], [[προσωπικός]] («λόχων ἀνάσσειν ἤ μονοστόλου [[δορός]];» — να διοικούν λόχους ή [[καθένας]] να διοικεί το ατομικό [[δόρυ]] μόνο; <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[στόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[ιερό]]-<i>στολος</i>].
|mltxt=[[μονόστολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αποστέλλεται [[κάπου]] [[μόνος]] («μονοστόλῳ<br />τῷ [[κατά]] μόνας ἐλθόντι», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μόνος]], [[έρημος]], απομονωμένος («λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός» <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ατομικός]], [[προσωπικός]] («λόχων ἀνάσσειν ἤ μονοστόλου [[δορός]];» — να διοικούν λόχους ή [[καθένας]] να διοικεί το ατομικό [[δόρυ]] μόνο; <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[στόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέλλω]]), [[πρβλ]]. [[ιερό]]-<i>στολος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονόστολος:''' -ον, αυτός που πορεύεται [[μόνος]], [[μόνος]], μεμονωμένος, σε Ευρ.
|lsmtext='''μονόστολος:''' -ον, αυτός που πορεύεται [[μόνος]], [[μόνος]], μεμονωμένος, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''μονόστολος:'''<br /><b class="num">1)</b> посылаемый (бросаемый) в одиночку, т. е. пускаемый в ход в единоборстве: μονοστόλου [[δορός]] Eur. в единоборстве;<br /><b class="num">2)</b> покинутый, лишившийся (φίλας [[ματρός]] Eur.).
|mdlsjtxt=[[μονόστολος]], ον<br />[[going]] [[alone]], [[alone]], [[single]], Eur.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[alone]], [[lonely]], [[solitary]]
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόστολος Medium diacritics: μονόστολος Low diacritics: μονόστολος Capitals: ΜΟΝΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: monóstolos Transliteration B: monostolos Transliteration C: monostolos Beta Code: mono/stolos

English (LSJ)

μονόστολον, going alone, Lyc.690: generally, alone, single, δόρυ E.Ph.742; λείπομαι φίλας μονόστολος ματρός Id.Alc.407 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 205] allein gesandt, allein kommend, δόρυ, Eur. Phoen. 749; übh. allein, λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός, Alc. 409, wo der Schol. es ἔρημος erkl., ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν μονοστελλομένων πλοίων; einzeln bei sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
seul, solitaire ; qui voyage seul.
Étymologie: μόνος, στόλος.

Russian (Dvoretsky)

μονόστολος:
1 посылаемый (бросаемый) в одиночку, т. е. пускаемый в ход в единоборстве: μονοστόλου δορός Eur. в единоборстве;
2 покинутый, лишившийся (φίλας ματρός Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μονόστολος: -ον, ὁ πορευόμενος μόνος, Λυκόφρ. 690 καθόλου, μόνος, μεμονωμένος, λόχων ἀνάσσειν ἢ μονοστόλου δουρός; νὰ διοικῶσι λόχους ἢ ἕκαστος νὰ διοικῇ τὸ ἑαυτοῦ δόρυ μόνον; Εὐρ. Φοιν. 749· λείπομαι φίλας μονόστολος μητρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 406· πρβλ. μονόζωνος.

Greek Monolingual

μονόστολος, -ον (Α)
1. αυτός που αποστέλλεται κάπου μόνος («μονοστόλῳ
τῷ κατά μόνας ἐλθόντι», Ησύχ.)
2. μόνος, έρημος, απομονωμένος («λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός» Ευρ.)
3. ατομικός, προσωπικός («λόχων ἀνάσσειν ἤ μονοστόλου δορός;» — να διοικούν λόχους ή καθένας να διοικεί το ατομικό δόρυ μόνο; Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -στόλος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ιερό-στολος].

Greek Monotonic

μονόστολος: -ον, αυτός που πορεύεται μόνος, μόνος, μεμονωμένος, σε Ευρ.

Middle Liddell

μονόστολος, ον
going alone, alone, single, Eur.

English (Woodhouse)

alone, lonely, solitary

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)