ἀναμονή: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anamoni | |Transliteration C=anamoni | ||
|Beta Code=a)namonh/ | |Beta Code=a)namonh/ | ||
|Definition=ἡ, [[patient abiding]], [[endurance]], Sm. | |Definition=ἡ, [[patient abiding]], [[endurance]], Sm.''Ps.''38(39).8; [[waiting]], [[delay]], Iamb.''VP''31.197, Ps.-Callisth.1.5, Sch.E.''Or.''1101. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, patient abiding, endurance, Sm.Ps.38(39).8; waiting, delay, Iamb.VP31.197, Ps.-Callisth.1.5, Sch.E.Or.1101.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 espera Iambl.VP 197.
2 perseverancia, espera paciente Sm.Ps.38.8.
German (Pape)
[Seite 198] ἡ, das Ausharren, Dulden, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμονή: ἡ, τὸ ἐν ὑπομονῇ ἀναμένειν, ὑπομονή, Ἰαμβ. Βίος Πυθ., Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1101. - «ἀναμονή, μακροθυμία» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
η (Α ἀναμονή) ἀναμένω
1. το να περιμένει, να προσδοκεί κανείς κάτι ή κάποιον προσμονή, προσδοκία
2. υπομονή, καρτερία, εγκαρτέρηση
νεοελλ.
1. ησυχία, ηρεμία, άνεση
2. «αίθουσα αναμονής», ο χώρος όπου περιμένει κανείς
3. φρ. «εν αναμονή», με την προσδοκία ή τον φόβο ότι κάτι προβλέπεται να συμβεί
αρχ.
1. καθυστέρηση, αργοπορία
2. κατά τον Ησύχιο «μακροθυμία».