ἀλαλαί: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alalai
|Transliteration C=alalai
|Beta Code=a)lalai/
|Beta Code=a)lalai/
|Definition=or [[ἀλαλαλαί]] [ᾰλ], [[hurrah]], [[hooray]], [[exclamation]] of [[joy]], in [[formula]] ἀλαλαὶ ἰὴ [[παιών]] <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1763</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lys.</span>1291</span>.
|Definition=or [[ἀλαλαλαί]] [ᾰλ], [[hurrah]], [[hooray]], [[exclamation]] of [[joy]], in [[formula]] ἀλαλαὶ ἰὴ [[παιών]] Ar.''Av.''1763, ''Lys.''1291.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓λᾰλαί Medium diacritics: ἀλαλαί Low diacritics: αλαλαί Capitals: ΑΛΑΛΑΙ
Transliteration A: alalaí Transliteration B: alalai Transliteration C: alalai Beta Code: a)lalai/

English (LSJ)

or ἀλαλαλαί [ᾰλ], hurrah, hooray, exclamation of joy, in formula ἀλαλαὶ ἰὴ παιών Ar.Av.1763, Lys.1291.

Spanish (DGE)

(ἀλᾰλαί)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 alalai grito de triunfo ἀλαλαὶ ἰὴ παιών Ar.Au.1763, Lys.1291
o de júbilo, Ar.Au.951.
2 alalai grito de dolor, de donde desgracia, catástrofe Ἀδελφέ, οὐαὶ καὶ ἀλαλαὶ τῷ γένει ἡμῶν Bars.Resp.600.45.
• Etimología: Onomat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλᾰλαί: [ᾰ], ἐπιφώνημα χαρᾶς, ἐν τῇ φράσει: ἀλαλαί ἰὴ παιήων, Ἀριστοφ. Ὄρ. 1763, Λυσ. 1291, καὶ ἐκ διορθώσεως ἐν Ὄρ. 953, ἀντὶ ἀλαλάν· πλεῖσται ἐκδόσεις ἔχουσιν ἀλαλαλαὶ ἐπὶ τῇ βάσει ἄλλων κωδίκων· ὑπάρχουσι καὶ γραφαί: ἀλλαλαί, ἀλλαλή.

Greek Monolingual

ἀλαλάι, το (Μ)
αλαλαγμός, θόρυβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαλάγιον, υποκορ. του αρχ. ουσιαστ. ἀλαλαγή. Για τον σχηματισμό της λ. ἀλαλάι πρβλ. και ἀγωγή > ἀγώγιον > ἀγώγι και ἀγώι, ἀλαγή > ἀλλάγιον > ἀλλάι, βασταγή > βαστάγιον > βαστάγι και βαστάι, καθώς και τα: καταφυγὴ > καταφύγιον, καταγωγὴ > καταγώγιον.
ἀλαλαὶ και ἀλαλαλαὶ (Α)
1. επιφώνημα χαράς.
2. ως ουσ. βλ. ἀλαλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του επιφωνήματος ἀλαλά].

Greek Monotonic

ἀλᾰλαί ή ἀλαλαλαί: [ᾰλ], επιφών. χαράς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

exclamation of joy, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλαλαί en ἀλαλαλαί, onomat., interj., uitroep van blijdschap, vergelijkbaar met ons hoera! of olé!.