χαμερπής: Difference between revisions
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chamerpis | |Transliteration C=chamerpis | ||
|Beta Code=xamerph/s | |Beta Code=xamerph/s | ||
|Definition= | |Definition=χαμερπές, [[crawling on the ground]], μέροπες ''App.Anth.''3.146 (Theon); ζῷον Olymp.Alch. p.102 B., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
χαμερπές, crawling on the ground, μέροπες App.Anth.3.146 (Theon); ζῷον Olymp.Alch. p.102 B., Hsch.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se traîne à terre, rampant.
Étymologie: χαμαί, ἕρπω.
German (Pape)
ές, auf der Erde, am Boden kriechend, μέροπες Theo Al. 4 (APP 39), und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
χᾰμερπής: ползающий по земле (μέροπες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμερπής: -ές, γεν. έος, ὁ χαμαὶ ἕρπων, Ἀνθ. Π. παράρτ. 39 εἰ ἔτι νήπιος εἶ καὶ χαμερπὴς τὴν διάνοιαν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 451Α, κλπ. - Καθ. Ἡσύχ.: «χαμερπής· γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος». Ἐπίρρ. -πῶς, «ἐξηγοῦνται ταῦτα ταπεινῶς καὶ χαμερπῶς» Ἰουστῖν. Μάρτ. 339C.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που έρπει, που σέρνεται καταγής
2. μτφ. (για πρόσ.) τιποτένιος, ποταπός, μικροπρεπής
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος»
2. μτφ. (για πράγμ.) α) ασήμαντος
β) εκκλ. εγκόσμιος.
επίρρ...
χαμερπώς / χαμερπῶς ΝΜΑ
με χαμερπή τρόπο, με ποταπό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -ερπής (< ἕρπω)].
Greek Monotonic
χᾰμερπής: -ές, γεν. -έος (ἕρπω), αυτός που κυλιέται στο έδαφος, ταπεινός, σε Ανθ.
Middle Liddell
χᾰμ-ερπής, ές ἕρπω
creeping on the ground, grovelling, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=ποταπός). Ἀπό τό χαμαί + ἕρπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ἐπίρρ. χαμαί.