ἀνάελπτος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anaelptos
|Transliteration C=anaelptos
|Beta Code=a)na/elptos
|Beta Code=a)na/elptos
|Definition=ον, = [[ἄελπτος]], [[unlooked for]], ἀνάελπτα παθόντες <span class="bibl">Hes. <span class="title">Th.</span>660</span>. (Prob. misspelt for <b class="b3">ἀν-έϝελπτος</b>.)  
|Definition=ἀνάελπτον, = [[ἄελπτος]], [[unlooked for]], ἀνάελπτα παθόντες Hes. ''Th.''660. (Prob. misspelt for <b class="b3">ἀνέϝελπτος</b>.)  
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[inesperado]] ἀνάελπτα παθόντες Hes.<i>Th</i>.660.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0187.png Seite 187]] (vgl. [[ἀνάεδνος]]), unverhofft, unerwartet, Hes. Ih. 660; vgl. ἀν-.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0187.png Seite 187]] (vgl. [[ἀνάεδνος]]), unverhofft, unerwartet, Hes. Ih. 660; vgl. ἀν-.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[inespéré]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], ἔλπομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάελπτος:''' [[неожиданный]] (ἀνάελπτα παθόντες Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάελπτος''': -ον, ὡς τὸ [[ἄελπτος]], [[ἀπροσδόκητος]], ἀνάελπτα παθόντες Ἡσ. Θ. 660· ([[κυρίως]] ἀνάϝελπτος, ἴδε [[ἀνάεδνος]]).
|lstext='''ἀνάελπτος''': -ον, ὡς τὸ [[ἄελπτος]], [[ἀπροσδόκητος]], ἀνάελπτα παθόντες Ἡσ. Θ. 660· ([[κυρίως]] ἀνάϝελπτος, ἴδε [[ἀνάεδνος]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inespéré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], ἔλπομαι.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[inesperado]] ἀνάελπτα παθόντες Hes.<i>Th</i>.660.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάελπτος:''' -ον (ἔλπομαι), [[απροσδόκητος]], [[αναπάντεχος]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἀνάελπτος:''' -ον (ἔλπομαι), [[απροσδόκητος]], [[αναπάντεχος]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάελπτος:''' [[неожиданный]] (ἀνάελπτα παθόντες Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἔλπομαι]<br />unlooked for, Hes.
|mdlsjtxt=[ἔλπομαι]<br />unlooked for, Hes.
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάελπτος Medium diacritics: ἀνάελπτος Low diacritics: ανάελπτος Capitals: ΑΝΑΕΛΠΤΟΣ
Transliteration A: anáelptos Transliteration B: anaelptos Transliteration C: anaelptos Beta Code: a)na/elptos

English (LSJ)

ἀνάελπτον, = ἄελπτος, unlooked for, ἀνάελπτα παθόντες Hes. Th.660. (Prob. misspelt for ἀνέϝελπτος.)

Spanish (DGE)

-ον inesperado ἀνάελπτα παθόντες Hes.Th.660.

German (Pape)

[Seite 187] (vgl. ἀνάεδνος), unverhofft, unerwartet, Hes. Ih. 660; vgl. ἀν-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inespéré.
Étymologie: ἀνά, ἔλπομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάελπτος: неожиданный (ἀνάελπτα παθόντες Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάελπτος: -ον, ὡς τὸ ἄελπτος, ἀπροσδόκητος, ἀνάελπτα παθόντες Ἡσ. Θ. 660· (κυρίως ἀνάϝελπτος, ἴδε ἀνάεδνος).

Greek Monolingual

ἀνάελπτος, -ον (Α)
ανέλπιστος, απροσδόκητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρημ. επίθ. σε -τος. Η λ. απαντά στον Ησύχιο. Για την ετυμολογία της ισχύει ό,τι και για το ομηρικό ἀνάεδνος. Κατά μία άποψη, ἀνάελπτος < ἀνα- στερ. + ἔλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ». Κατ’ άλλη άποψη, ο τ. ἀνάελπτος αποτελεί εσφαλμένη απόδοση ή παραλλαγή του τ. ἀνέελπτος < ἀν-έF-ελπτος < ἀν- στερ. + ἐέλπομαι, αναλογικά προς τα σύνθετα με την πρόθεση ἀνά-. Κατά τρίτη τέλος άποψη, ἀνάελπτος < ἀ-προθεμ. + ἄελπτος < - στερ. + ἔλπομαι (πρβλ. ἀνάεδνος)].

Greek Monotonic

ἀνάελπτος: -ον (ἔλπομαι), απροσδόκητος, αναπάντεχος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

[ἔλπομαι]
unlooked for, Hes.