πρωτοπαθής: Difference between revisions
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protopathis | |Transliteration C=protopathis | ||
|Beta Code=prwtopaqh/s | |Beta Code=prwtopaqh/s | ||
|Definition= | |Definition=πρωτοπαθές, [[affected first]], ἀήρ Eust.41.22. Adv. [[πρωτοπαθῶς]], [[falsa lectio|f.l.]] for [[ἀνθρωποπαθής]] in Id.38.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
πρωτοπαθές, affected first, ἀήρ Eust.41.22. Adv. πρωτοπαθῶς, f.l. for ἀνθρωποπαθής in Id.38.8.
German (Pape)
[Seite 805] ές, zuerst leidend, Clem. Al. u. a. Sp., bes. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοπᾰθής: -ές, ὁ αἰσθανόμενος πρῶτον, Εὐστ. 41. 22. ‒ Ἐπίρρ. -θῶς.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜ, και πρωτόπαθος, -η, -ο, Ν
αυτός που πρώτος ή για πρώτη φορά παθαίνει, υφίσταται ή αισθάνεται κάτι
νεοελλ.
ιατρ. (για νόσο, σύμπτωμα ή ανωμαλία) αυτός που αποτελεί την πρώτη, αρχική, άμεση παθολογική εκδήλωση και όχι συνέχεια ή συνέπεια άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -παθής / -παθος (< πάθος), πρβλ ομοιο-παθής].