ναυκράτης: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nafkratis | |Transliteration C=nafkratis | ||
|Beta Code=naukra/ths | |Beta Code=naukra/ths | ||
|Definition=(parox.), ου, ὁ, | |Definition=(parox.), ου, ὁ, [[holding a ship fast]]: name of a fish, τὴν ἐχενηΐδα ναυκράτην ἔγραψέ τις Eust.1490.19, cf. Cyran.31. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0231.png Seite 231]] ες, zu Schiffe die Oberhand habend, mit den Schiffen gewaltig, herrschend, ναυκράτεες θαλάσσης, Her. 5, 36. – Auch ein Fisch, der sonst [[ἐχενηΐς]] heißt, wurde so genannt, ein Schiff festhaltend, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0231.png Seite 231]] ες, zu Schiffe die Oberhand habend, mit den Schiffen gewaltig, herrschend, ναυκράτεες θαλάσσης, Her. 5, 36. – Auch ein Fisch, der sonst [[ἐχενηΐς]] heißt, wurde so genannt, ein Schiff festhaltend, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />[[qui domine sur mer]].<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[κράτος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ναυκράτης:''' (ᾰτ) имеющий превосходство во флоте: ν. θαλάσσης Her. господствующий на море. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναυκράτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ἡ, ὁ [[θαλασσοκράτωρ]] ἢ ἡ θαλασσοκράτειρα, ναυκράτεες τῆς θαλάσσης, θαλασσοκράτορες, Ἡρόδ. 5, 36. ΙΙ. ὁ κρατῶν πλοῖόν τι στερεῶς· [[ναυκράτης]], ὁ, ἰχθύς τις [[ὅμοιος]] τῇ ἐχενηΐδι, Εὐστ. 1490. 19, Γεωργ. Πισίδ. Ἑξαήμ. 987. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 119. | |lstext='''ναυκράτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ἡ, ὁ [[θαλασσοκράτωρ]] ἢ ἡ θαλασσοκράτειρα, ναυκράτεες τῆς θαλάσσης, θαλασσοκράτορες, Ἡρόδ. 5, 36. ΙΙ. ὁ κρατῶν πλοῖόν τι στερεῶς· [[ναυκράτης]], ὁ, ἰχθύς τις [[ὅμοιος]] τῇ ἐχενηΐδι, Εὐστ. 1490. 19, Γεωργ. Πισίδ. Ἑξαήμ. 987. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 119. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αφκράτης, ο (ΑΜ [[ναυκράτης]], Α και ως επίθ. [[ναυκρατής]], -ές)<br />αυτός που κυριαρχεί στη [[θάλασσα]], ο [[θαλασσοκράτορας]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />περκόμορφο [[ψάρι]] της οικογένειας carangidae σε [[σχήμα]] ατράκτου, για το οποίο υπάρχουν διάφοροι θρύλοι, όπως ότι κολλούσε στα [[πλευρά]] του πλοίου και εμπόδιζε την [[κίνηση]] ή ότι εκτελεί χρέη οδηγού του καρχαρία, [[επειδή]], όπως συμβαίνει στην [[πραγματικότητα]], ακολουθεί τους καρχαρίες και τα πλοία για να τρέφεται από παράσιτα ή υπολείμματα τροφών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κρατῶ</i>), | |mltxt=και αφκράτης, ο (ΑΜ [[ναυκράτης]], Α και ως επίθ. [[ναυκρατής]], -ές)<br />αυτός που κυριαρχεί στη [[θάλασσα]], ο [[θαλασσοκράτορας]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />περκόμορφο [[ψάρι]] της οικογένειας carangidae σε [[σχήμα]] ατράκτου, για το οποίο υπάρχουν διάφοροι θρύλοι, όπως ότι κολλούσε στα [[πλευρά]] του πλοίου και εμπόδιζε την [[κίνηση]] ή ότι εκτελεί χρέη οδηγού του καρχαρία, [[επειδή]], όπως συμβαίνει στην [[πραγματικότητα]], ακολουθεί τους καρχαρίες και τα πλοία για να τρέφεται από παράσιτα ή υπολείμματα τροφών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κρατῶ</i>), [[πρβλ]]. [[θαλασσοκράτης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ναυκράτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ, ἡ ([[κρατέω]]), [[θαλασσοκράτορας]] ή θαλασσοκράτειρα, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ναυκράτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ, ἡ ([[κρατέω]]), [[θαλασσοκράτορας]] ή θαλασσοκράτειρα, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κρατέω]]<br />[[master]] or [[mistress]] of the seas, Hdt. | |mdlsjtxt=[[κρατέω]]<br />[[master]] or [[mistress]] of the seas, Hdt. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:18, 25 August 2023
English (LSJ)
(parox.), ου, ὁ, holding a ship fast: name of a fish, τὴν ἐχενηΐδα ναυκράτην ἔγραψέ τις Eust.1490.19, cf. Cyran.31.
German (Pape)
[Seite 231] ες, zu Schiffe die Oberhand habend, mit den Schiffen gewaltig, herrschend, ναυκράτεες θαλάσσης, Her. 5, 36. – Auch ein Fisch, der sonst ἐχενηΐς heißt, wurde so genannt, ein Schiff festhaltend, Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui domine sur mer.
Étymologie: ναῦς, κράτος.
Russian (Dvoretsky)
ναυκράτης: (ᾰτ) имеющий превосходство во флоте: ν. θαλάσσης Her. господствующий на море.
Greek (Liddell-Scott)
ναυκράτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἡ, ὁ θαλασσοκράτωρ ἢ ἡ θαλασσοκράτειρα, ναυκράτεες τῆς θαλάσσης, θαλασσοκράτορες, Ἡρόδ. 5, 36. ΙΙ. ὁ κρατῶν πλοῖόν τι στερεῶς· ναυκράτης, ὁ, ἰχθύς τις ὅμοιος τῇ ἐχενηΐδι, Εὐστ. 1490. 19, Γεωργ. Πισίδ. Ἑξαήμ. 987. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 119.
Greek Monolingual
και αφκράτης, ο (ΑΜ ναυκράτης, Α και ως επίθ. ναυκρατής, -ές)
αυτός που κυριαρχεί στη θάλασσα, ο θαλασσοκράτορας
νεοελλ.-μσν.
περκόμορφο ψάρι της οικογένειας carangidae σε σχήμα ατράκτου, για το οποίο υπάρχουν διάφοροι θρύλοι, όπως ότι κολλούσε στα πλευρά του πλοίου και εμπόδιζε την κίνηση ή ότι εκτελεί χρέη οδηγού του καρχαρία, επειδή, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, ακολουθεί τους καρχαρίες και τα πλοία για να τρέφεται από παράσιτα ή υπολείμματα τροφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς + -κρατης (< κρατῶ), πρβλ. θαλασσοκράτης].
Greek Monotonic
ναυκράτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἡ (κρατέω), θαλασσοκράτορας ή θαλασσοκράτειρα, σε Ηρόδ.