μισθοδότης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
(25)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=misthodotis
|Transliteration C=misthodotis
|Beta Code=misqodo/ths
|Beta Code=misqodo/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">paymaster</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>463b</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.3.9</span>, <span class="bibl">Aeschin.3.218</span>, <span class="bibl">Plb.6.21.5</span>, etc.</span>
|Definition=μισθοδότου, ὁ, [[paymaster]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 463b, X.''An.''1.3.9, Aeschin.3.218, Plb.6.21.5, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] ὁ, der Lohngebende, Lohnherr; Plat. Rep. V, 463 b Xen. An. 1, 3, 9 u. Folgde; Pol. 2, 44, 3 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] ὁ, der Lohngebende, Lohnherr; Plat. Rep. V, 463 b Xen. An. 1, 3, 9 u. Folgde; Pol. 2, 44, 3 u. öfter.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[celui qui donne un salaire]], [[une solde]].<br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[δίδωμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μισθοδότης:''' ου ὁ [[выплачивающий жалованье]], [[работодатель]], [[наниматель]] Xen., Plat., Aeschin., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μισθοδότης''': -ου, ὁ, ὁ πληρώνων μισθούς, ὁ πληρωτὴς τῶν μισθῶν, Πλάτ. Πολ. 463Β, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 9, Αἰσχίν. 85. 10, κτλ.
|lstext='''μισθοδότης''': -ου, ὁ, ὁ πληρώνων μισθούς, ὁ πληρωτὴς τῶν μισθῶν, Πλάτ. Πολ. 463Β, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 9, Αἰσχίν. 85. 10, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ου () :<br />celui qui donne un salaire, une solde.<br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[δίδωμι]].
|mltxt=ο (Α [[μισθοδότης]])<br />αυτός που δίνει [[μισθό]] σε άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[αιμοδότης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μισθοδότης:''' -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει μισθούς, που του έχει ανατεθεί η [[πληρωμή]] των μισθών, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μισθο-[[δότης]], ου, ὁ,<br />one who pays wages, a [[paymaster]], Plat., Xen.
}}
}}
{{grml
{{mantoulidis
|mltxt=ο (Α [[μισθοδότης]])<br />αυτός που δίνει [[μισθό]] σε άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-[[δότης]].
|mantxt=(=ὁ [[πληρωτής]] τῶν μισθῶν). Ἀπό τό [[μισθός]] + [[δίδωμι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[μισθοδοσία]], μισθοδοτῶ.
}}
}}

Latest revision as of 11:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθοδότης Medium diacritics: μισθοδότης Low diacritics: μισθοδότης Capitals: ΜΙΣΘΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: misthodótēs Transliteration B: misthodotēs Transliteration C: misthodotis Beta Code: misqodo/ths

English (LSJ)

μισθοδότου, ὁ, paymaster, Pl.R. 463b, X.An.1.3.9, Aeschin.3.218, Plb.6.21.5, etc.

German (Pape)

[Seite 190] ὁ, der Lohngebende, Lohnherr; Plat. Rep. V, 463 b Xen. An. 1, 3, 9 u. Folgde; Pol. 2, 44, 3 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui donne un salaire, une solde.
Étymologie: μισθός, δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

μισθοδότης: ου ὁ выплачивающий жалованье, работодатель, наниматель Xen., Plat., Aeschin., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μισθοδότης: -ου, ὁ, ὁ πληρώνων μισθούς, ὁ πληρωτὴς τῶν μισθῶν, Πλάτ. Πολ. 463Β, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 9, Αἰσχίν. 85. 10, κτλ.

Greek Monolingual

ο (Α μισθοδότης)
αυτός που δίνει μισθό σε άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης.

Greek Monotonic

μισθοδότης: -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει μισθούς, που του έχει ανατεθεί η πληρωμή των μισθών, σε Πλάτ., Ξεν.

Middle Liddell

μισθο-δότης, ου, ὁ,
one who pays wages, a paymaster, Plat., Xen.

Mantoulidis Etymological

(=ὁ πληρωτής τῶν μισθῶν). Ἀπό τό μισθός + δίδωμι.
Παράγωγα: μισθοδοσία, μισθοδοτῶ.