ὁμόδημος: Difference between revisions
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omodimos | |Transliteration C=omodimos | ||
|Beta Code=o(mo/dhmos | |Beta Code=o(mo/dhmos | ||
|Definition=Dor. | |Definition=Dor. [[ὁμόδαμος]], ον, [[of the same people]] or [[race]], γόνος Pi.''O.''9.44; τινι [[with]] one, Id.''I.''1.30. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμόδημος]], δωρ. τ. ὁμόδαμος, -ον (Α)<br />αυτός που προέρχεται από τον ίδιο δήμο ή από την [[ίδια]] [[φυλή]] («ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δῆμος]] ( | |mltxt=[[ὁμόδημος]], δωρ. τ. ὁμόδαμος, -ον (Α)<br />αυτός που προέρχεται από τον ίδιο δήμο ή από την [[ίδια]] [[φυλή]] («ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δῆμος]] ([[πρβλ]]. [[κοινόδημος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
Dor. ὁμόδαμος, ον, of the same people or race, γόνος Pi.O.9.44; τινι with one, Id.I.1.30.
German (Pape)
[Seite 333] von demselben Volke; ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει, Pind. I. 1, 30; γόνος, Ol. 9, 43.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόδημος: дор. ὁμόδᾱμος 2 принадлежащий к тому же народу (ὁ. Σπαρτῶν γένει Pind.); единоплеменный (γόνος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόδημος: Δωρ. -δᾱμος, ον, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ δήμου ἢ τῆς αὐτῆς γενεᾶς, γόνος Πινδ. Ο. 9. 69· τινι, μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 1. 140.
Greek Monolingual
ὁμόδημος, δωρ. τ. ὁμόδαμος, -ον (Α)
αυτός που προέρχεται από τον ίδιο δήμο ή από την ίδια φυλή («ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δῆμος (πρβλ. κοινόδημος)].
Greek Monotonic
ὁμόδημος: Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που ανήκει στον ίδιο δήμο ή στην ίδια γενιά, σε Πίνδ.· τινι, με κάποιον, στον ίδ.
Middle Liddell
ὁμό-δημος, δοριξ ὁμό-δᾱμος, ον,
of the same people or race, Pind.; τινι with one, Pind.