φαιοχίτων: Difference between revisions
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(6_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=faiochiton | |Transliteration C=faiochiton | ||
|Beta Code=faioxi/twn | |Beta Code=faioxi/twn | ||
|Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, | |Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, [[dark-robed]], A.''Ch.''1049 (where the second [[syllable]] is apparently long metri causa). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1252.png Seite 1252]] ωνος, grau, schwärzlich gekleidet, Aesch. Ch. 1045; φαιωχίτων u. φαιοκχίτων ist f. L., aber ο ist lang gebraucht. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1252.png Seite 1252]] ωνος, grau, schwärzlich gekleidet, Aesch. Ch. 1045; φαιωχίτων u. φαιοκχίτων ist f. L., aber ο ist lang gebraucht. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />[[vêtu d'une robe sombre]].<br />'''Étymologie:''' [[φαιός]], [[χιτών]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φαιοχίτων:''' ωνος (ῐ) adj. одетый в темное платье (Γοργόνες Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαιοχίτων''': [ῐ] -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φαιόν, τεφρόχουν χιτῶνα, Αἰσχύλ. Χο. 1049, [[ἔνθα]] ἡ δευτέρα συλλαβὴ [[εἶναι]] μακρὰ ἐν ἄρσει [[ὥστε]] οὐδεμία [[ἀνάγκη]] ὑπάρχει τῆς γραφῆς φαιοκχίτων· ἴδε Χχ ἐν τέλ. | |lstext='''φαιοχίτων''': [ῐ] -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φαιόν, τεφρόχουν χιτῶνα, Αἰσχύλ. Χο. 1049, [[ἔνθα]] ἡ δευτέρα συλλαβὴ [[εἶναι]] μακρὰ ἐν ἄρσει [[ὥστε]] οὐδεμία [[ἀνάγκη]] ὑπάρχει τῆς γραφῆς φαιοκχίτων· ἴδε Χχ ἐν τέλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ωνος, ο, η, ΝΑ, και φαιοχίτωνας, ο, Ν<br />αυτός που φορεί φαιόχρωμο χιτώνα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οι φαιοχίτωνες</i><br />τα [[μέλη]] του γερμανικού ναζιστικού [[κόμματος]] του Χίτλερ, που ονομάστηκαν [[έτσι]] από το [[χρώμα]] της στολής τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαιός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χίτων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χιτών]], -<i>ῶνος</i>), [[πρβλ]]. [[ξανθοχίτων]]). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φαιοχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] χιτώνα με [[χρώμα]] σταχτί, σε Αισχύλ. (δεύτερη συλλ. [[μακρά]], σαν να ήταν <i>φαιοκχίτων</i>, βλ. Χ, χ). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φαῐο-χίτων, ωνος, ὁ, ἡ,<br />[[dark]]-robed, Aesch. [[second]] [[syllable]] [[long]], [[quasi]] φαιοκχίτων; v. X χ fin.] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, dark-robed, A.Ch.1049 (where the second syllable is apparently long metri causa).
German (Pape)
[Seite 1252] ωνος, grau, schwärzlich gekleidet, Aesch. Ch. 1045; φαιωχίτων u. φαιοκχίτων ist f. L., aber ο ist lang gebraucht.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu d'une robe sombre.
Étymologie: φαιός, χιτών.
Russian (Dvoretsky)
φαιοχίτων: ωνος (ῐ) adj. одетый в темное платье (Γοργόνες Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
φαιοχίτων: [ῐ] -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φαιόν, τεφρόχουν χιτῶνα, Αἰσχύλ. Χο. 1049, ἔνθα ἡ δευτέρα συλλαβὴ εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει ὥστε οὐδεμία ἀνάγκη ὑπάρχει τῆς γραφῆς φαιοκχίτων· ἴδε Χχ ἐν τέλ.
Greek Monolingual
-ωνος, ο, η, ΝΑ, και φαιοχίτωνας, ο, Ν
αυτός που φορεί φαιόχρωμο χιτώνα
νεοελλ.
(το αρσ. στον πληθ.) οι φαιοχίτωνες
τα μέλη του γερμανικού ναζιστικού κόμματος του Χίτλερ, που ονομάστηκαν έτσι από το χρώμα της στολής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. ξανθοχίτων).
Greek Monotonic
φαιοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά χιτώνα με χρώμα σταχτί, σε Αισχύλ. (δεύτερη συλλ. μακρά, σαν να ήταν φαιοκχίτων, βλ. Χ, χ).
Middle Liddell
φαῐο-χίτων, ωνος, ὁ, ἡ,
dark-robed, Aesch. second syllable long, quasi φαιοκχίτων; v. X χ fin.]