ἁλιεία: Difference between revisions
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alieia | |Transliteration C=alieia | ||
|Beta Code=a(liei/a | |Beta Code=a(liei/a | ||
|Definition=ἡ, [[fishing]], | |Definition=ἡ, [[fishing]], Arist.''Pol.''1256a36, ''Oec.''1346b20, Str.11.2.4 (pl.); later [[ἁλεία]] ([[quod vide|q.v.]]). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />pêche.<br />'''Étymologie:''' [[ἁλιεύς]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[pêche]].<br />'''Étymologie:''' [[ἁλιεύς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁλιεία:''' ἡ [[рыбная ловля]], [[рыболовство]] Arst., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁλιεία:''' ἡ ([[ἁλιεύω]]), [[αλίευση]], [[ψάρεμα]], σε Αριστ. | |lsmtext='''ἁλιεία:''' ἡ ([[ἁλιεύω]]), [[αλίευση]], [[ψάρεμα]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἁλιεύω]]<br />[[fishing]], Arist. | |mdlsjtxt=[[ἁλιεύω]]<br />[[fishing]], Arist. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:23, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, fishing, Arist.Pol.1256a36, Oec.1346b20, Str.11.2.4 (pl.); later ἁλεία (q.v.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): tard. ἁλεία Peripl.M.Rubri 15, Hdn.3.1.5, Gr.Nyss.Hom.in Cant.167.2, Gr.Naz.M.37.720; ἁλία Thdr.Heracl.Io.422.5; ἁλίη Gr.Naz.M.38.11
• Prosodia: [ᾰ-]
1 pesca Arist.Pol.1256a36, Oec.1346b20, Peripl.M.Rubri 15, Artem.1.10, 2.14, Hdn.l.c., Plu.Tim.20, Ael.NA 14.20, Thdr.Heracl.l.c.
•fig. de la pesca de hombres πῶς ἁλιῆα εἴρυσεν ἀνθ' ἁλίης δίκτυον Gr.Naz.M.38.11, Gr.Nyss.l.c.
2 plu. banco de pesca Str.11.2.4.
German (Pape)
[Seite 96] ἡ, Fischfang, Arist. Pol. 1, 8; Plut. Timol. 20.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pêche.
Étymologie: ἁλιεύς.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιεία: ἡ рыбная ловля, рыболовство Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιεία: ἡ, (ἁλιεύς) τὸ ἁλιεύειν, ἡ ἁλιευτικὴ τέχνη. Ἀριστ. Πολ. 1. 8, 7, Οἰκ. 2. 4, 2, Στράβων, κτλ.· πρβλ. ἁλεία.
Greek Monolingual
η (Α ἁλιεία)
1. η άγρα ιχθύων, το ψάρεμα
2. η αλιευτική τέχνη, ψαρική
νεοελλ.
1. αναζήτηση, άγρα, περισυλλογή θαλασσινών ειδών
2. (Νομ.) α) το απεριόριστο και ελεύθερο ψάρεμα σε ανοιχτές θάλασσες, ακτές, καθώς και σε γλυκά και υφάλμυρα νερά
β) το αποκλειστικό δικαίωμα τών υπηκόων ενός κράτους να ψαρεύουν ελεύθερα μέσα στα χωρικά ύδατα του κράτους τους, τηρώντας τους σχετικούς νόμους και διατάξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ἁλιεύς ή ρ. ἁλιεύω.
Greek Monotonic
ἁλιεία: ἡ (ἁλιεύω), αλίευση, ψάρεμα, σε Αριστ.