ἐπιτάραξις: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epitaraksis | |Transliteration C=epitaraksis | ||
|Beta Code=e)pita/racis | |Beta Code=e)pita/racis | ||
|Definition=[τᾰ], εως, ἡ, [[bewilderment]], [[confusion]], | |Definition=[τᾰ], εως, ἡ, [[bewilderment]], [[confusion]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 518a (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:32, 25 August 2023
English (LSJ)
[τᾰ], εως, ἡ, bewilderment, confusion, Pl.R. 518a (pl.).
German (Pape)
[Seite 989] ἡ, die Trübung, Verwirrung, Plat. Rep. VII, 518 a.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
trouble, confusion.
Étymologie: ἐπιταράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτάραξις: εως (ᾰρ) ἡ смятение, замешательство Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτάραξις: -εως, ἡ, διατάραξις, σύγχυσις, Πλάτ. Πολ. 518Α.
Greek Monolingual
ἐπιτάραξις, ἡ (Α) επιταράσσω
διατάραξη, ταραχή, σύγχυση («διτταὶ γίγνονται ἐπιταράξεις ὄμμασιν, ἔκ τε φωτὸς εἰς σκότος... καί ἐκ σκότους εἰς φῶς», Πλάτ.).
Greek Monotonic
ἐπιτάραξις: -εως, ἡ, ενόχληση, διατάραξη, σύγχυση, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἐπιτάραξις, εως
disturbance, confusion, Plat. [from ἐπιτᾰράσσω]