ὀρσόλοπος: Difference between revisions

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orsolopos
|Transliteration C=orsolopos
|Beta Code=o)rso/lopos
|Beta Code=o)rso/lopos
|Definition=ον, perh. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[eager for the fray]], [[tempestuous]], epith. of Ares, <span class="bibl">Anacr.70</span>.</span>
|Definition=ὀρσόλοπον, perhaps [[eager for the fray]], [[tempestuous]], [[epithet]] of Ares, Anacr.70.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0387.png Seite 387]] zum Angriff geneigt, kriegerisch, unruhig, Anacr. bei Hephaest. p. 51 (nach Einigen von [[ὄρνυμι]] u. [[λοπός]], [[λόφος]], mähnensträubend?). Man hat auch ὀρσοπόλος vermuthet, wie ὀρσοπολέομαι v. l. von ὀρσολοπέομαι ist.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0387.png Seite 387]] zum Angriff geneigt, kriegerisch, unruhig, Anacr. bei Hephaest. p. 51 (nach Einigen von [[ὄρνυμι]] u. [[λοπός]], [[λόφος]], mähnensträubend?). Man hat auch ὀρσοπόλος vermuthet, wie ὀρσοπολέομαι [[varia lectio|v.l.]] von ὀρσολοπέομαι ist.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[turbulent]], [[batailleur]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνυμι]], [[λέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρσόλοπος:''' [[беспокойный]] или [[драчливый]], [[буйный]] (эпитет Арея) Anacr.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρσόλοπος''': -ον, ὁ εἰς μάχην ὁρμῶν, [[ὁρμητικός]], [[θυελλώδης]], ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Ἀνακρ. 74. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] [[ἄγνωστος]]· [[διότι]] ἡ ἐκ τοῦ ὄρσαι λόφον, ὀρθοῦν τὸν λόφον ἢ τὴν χαίτην, [[εἶναι]] βεβιασμένη).
|lstext='''ὀρσόλοπος''': -ον, ὁ εἰς μάχην ὁρμῶν, [[ὁρμητικός]], [[θυελλώδης]], ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Ἀνακρ. 74. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] [[ἄγνωστος]]· [[διότι]] ἡ ἐκ τοῦ ὄρσαι λόφον, ὀρθοῦν τὸν λόφον ἢ τὴν χαίτην, [[εἶναι]] βεβιασμένη).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />turbulent, batailleur.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνυμι]], [[λέπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρσόλοπος:''' -ον, [[πρόθυμος]] για [[σύγκρουση]], [[φίλερις]], λέγεται για τον Άρη, σε Ανακρ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ὀρσόλοπος:''' -ον, [[πρόθυμος]] για [[σύγκρουση]], [[φίλερις]], λέγεται για τον Άρη, σε Ανακρ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρσόλοπος:''' беспокойный или драчливый, буйный (эпитет Арея) Anacr.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀρσόλοπος]], ον,<br />[[eager]] for the [[fray]], of [[Ares]], Anacr. [deriv. uncertain]
|mdlsjtxt=[[ὀρσόλοπος]], ον,<br />[[eager]] for the [[fray]], of [[Ares]], Anacr. [deriv. uncertain]
}}
}}

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρσόλοπος Medium diacritics: ὀρσόλοπος Low diacritics: ορσόλοπος Capitals: ΟΡΣΟΛΟΠΟΣ
Transliteration A: orsólopos Transliteration B: orsolopos Transliteration C: orsolopos Beta Code: o)rso/lopos

English (LSJ)

ὀρσόλοπον, perhaps eager for the fray, tempestuous, epithet of Ares, Anacr.70.

German (Pape)

[Seite 387] zum Angriff geneigt, kriegerisch, unruhig, Anacr. bei Hephaest. p. 51 (nach Einigen von ὄρνυμι u. λοπός, λόφος, mähnensträubend?). Man hat auch ὀρσοπόλος vermuthet, wie ὀρσοπολέομαι v.l. von ὀρσολοπέομαι ist.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
turbulent, batailleur.
Étymologie: ὄρνυμι, λέπω.

Russian (Dvoretsky)

ὀρσόλοπος: беспокойный или драчливый, буйный (эпитет Арея) Anacr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρσόλοπος: -ον, ὁ εἰς μάχην ὁρμῶν, ὁρμητικός, θυελλώδης, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Ἀνακρ. 74. (Ἡ ἐτυμολογία ἄγνωστος· διότι ἡ ἐκ τοῦ ὄρσαι λόφον, ὀρθοῦν τὸν λόφον ἢ τὴν χαίτην, εἶναι βεβιασμένη).

Greek Monolingual

ὀρσόλοπος, -ον (Α)
(ως προσωνυμία του Αρεως) αυτός που ορμά στη μάχη, ορμητικός, πολεμικός, θυελλώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος (-ρσ-) «οπίσθια, γλουτοί» + λέπω «γδέρνω» με τη σημ. ότι ὀρσόλοπος είναι «αυτός που λέπει τον ὄρρον του πολεμίου»].

Greek Monotonic

ὀρσόλοπος: -ον, πρόθυμος για σύγκρουση, φίλερις, λέγεται για τον Άρη, σε Ανακρ. (άγν. προέλ.).

Middle Liddell

ὀρσόλοπος, ον,
eager for the fray, of Ares, Anacr. [deriv. uncertain]