χεριάρης: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheriaris | |Transliteration C=cheriaris | ||
|Beta Code=xeria/rhs | |Beta Code=xeria/rhs | ||
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, | |Definition=[ᾰ], ου, ὁ, [[skilled in fitting with the hand]], [[dexterous]], τέκτονες Pi.''P.''5.35. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1349.png Seite 1349]] ὁ, = [[χερήρης]], τέκτονες, Pind. P. 5, 35. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1349.png Seite 1349]] ὁ, = [[χερήρης]], τέκτονες, Pind. P. 5, 35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=αρα;<br /><i>adj. m.</i><br />[[adroit de ses mains]], [[habile]].<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], ἄρω. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χεριάρης:''' άρᾱ (ᾰρ) adj. ловко работающий руками, искусный (τέκτονες Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χεριάρης''': [ᾰ], -ου, ὁ, [[δεξιός]], [[ἔμπειρος]] εἰς ἔργα διὰ χειρῶν γινόμενα, χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλα Πινδ. Π. 5. 47. | |lstext='''χεριάρης''': [ᾰ], -ου, ὁ, [[δεξιός]], [[ἔμπειρος]] εἰς ἔργα διὰ χειρῶν γινόμενα, χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλα Πινδ. Π. 5. 47. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χεριάρης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἀραρίσκω]]), [[επιδέξιος]] στα χειρωνακτικά έργα, [[επιδέξιος]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''χεριάρης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἀραρίσκω]]), [[επιδέξιος]] στα χειρωνακτικά έργα, [[επιδέξιος]], σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=χερι-ᾰ́ρης, ου, ὁ, [[ἀραρίσκω]]<br />[[skilled]] in [[fitting]] with the [[hand]], [[dexterous]], Pind. | |mdlsjtxt=χερι-ᾰ́ρης, ου, ὁ, [[ἀραρίσκω]]<br />[[skilled]] in [[fitting]] with the [[hand]], [[dexterous]], Pind. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:36, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, skilled in fitting with the hand, dexterous, τέκτονες Pi.P.5.35.
German (Pape)
[Seite 1349] ὁ, = χερήρης, τέκτονες, Pind. P. 5, 35.
French (Bailly abrégé)
αρα;
adj. m.
adroit de ses mains, habile.
Étymologie: χείρ, ἄρω.
Russian (Dvoretsky)
χεριάρης: άρᾱ (ᾰρ) adj. ловко работающий руками, искусный (τέκτονες Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
χεριάρης: [ᾰ], -ου, ὁ, δεξιός, ἔμπειρος εἰς ἔργα διὰ χειρῶν γινόμενα, χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλα Πινδ. Π. 5. 47.
Greek Monolingual
ὁ, Α
επιδέξιος στα χέρια, δεξιοτέχνης («χεριαρᾱν τεκτόνων δαίδαλα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < χείρ + ἀραρίσκω «εφαρμόζω, συνάπτω»].
Greek Monotonic
χεριάρης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἀραρίσκω), επιδέξιος στα χειρωνακτικά έργα, επιδέξιος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
χερι-ᾰ́ρης, ου, ὁ, ἀραρίσκω
skilled in fitting with the hand, dexterous, Pind.