περιπευκής: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
(1ba)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peripefkis
|Transliteration C=peripefkis
|Beta Code=peripeukh/s
|Beta Code=peripeukh/s
|Definition=ές, (πεύκη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">very sharp, keen</b>, or <b class="b2">painful</b>, βέλος <span class="bibl">Il.11.845</span>.</span>
|Definition=περιπευκές, ([[πεύκη]]) [[very sharp]], [[keen]], or [[painful]], βέλος Il.11.845.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0587.png Seite 587]] ές, sehr herb, schmerzhaft, [[βέλος]], Il. 11, 845.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0587.png Seite 587]] ές, sehr herb, schmerzhaft, [[βέλος]], Il. 11, 845.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''περιπευκής''': -ές, ([[πεύκη]]) ὁ [[πάνυ]] [[πικρός]], ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ [[βέλος]] περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. [[ἐχεπευκής]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ [[πεύκη]]».
|btext=ής, ές :<br />[[très amer]], [[qui cause une grande douleur]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πεύκη]].
}}
{{elnl
|elnltext=περιπευκής -ές &#91;[[περί]], [[πεύκη]]] [[zeer pijnlijk]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ής, ές :<br />très amer, qui cause une grande douleur.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πεύκη]].
|elrutext='''περιπευκής:''' [[больно ранящий]], [[причиняющий мучение]] ([[βέλος]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] υπερβολικά [[πικρός]]<br /><b>2.</b> ο εξαιρετικά [[οξύς]], [[αιχμηρός]], [[κοφτερός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] εξαιρετικά [[οδυνηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πευκής]] (<span style="color: red;"><</span> [[πεύκη]]), <b>πρβλ.</b> <i>εχε</i>-[[πευκής]]].
|mltxt=-ές, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] υπερβολικά [[πικρός]]<br /><b>2.</b> ο εξαιρετικά [[οξύς]], [[αιχμηρός]], [[κοφτερός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] εξαιρετικά [[οδυνηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πευκής]] (<span style="color: red;"><</span> [[πεύκη]]), [[πρβλ]]. [[εχεπευκής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιπευκής:''' -ές ([[πεύκη]]), [[πολύ]] [[απότομος]], [[οξύς]] ή αυτός που προξενεί πόνο, [[οδυνηρός]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''περιπευκής:''' -ές ([[πεύκη]]), [[πολύ]] [[απότομος]], [[οξύς]] ή αυτός που προξενεί πόνο, [[οδυνηρός]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιπευκής:''' больно ранящий, причиняющий мучение ([[βέλος]] Hom.).
|lstext='''περιπευκής''': -ές, ([[πεύκη]]) ὁ [[πάνυ]] [[πικρός]], ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ [[βέλος]] περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. [[ἐχεπευκής]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ [[πεύκη]]».
}}
{{elnl
|elnltext=περιπευκής -ές [περί, πεύκη] zeer pijnlijk.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-[[πευκής]], ές [[πεύκη]]<br />[[very]] [[sharp]], [[keen]] or [[painful]], Il.
|mdlsjtxt=περι-[[πευκής]], ές [[πεύκη]]<br />[[very]] [[sharp]], [[keen]] or [[painful]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπευκής Medium diacritics: περιπευκής Low diacritics: περιπευκής Capitals: ΠΕΡΙΠΕΥΚΗΣ
Transliteration A: peripeukḗs Transliteration B: peripeukēs Transliteration C: peripefkis Beta Code: peripeukh/s

English (LSJ)

περιπευκές, (πεύκη) very sharp, keen, or painful, βέλος Il.11.845.

German (Pape)

[Seite 587] ές, sehr herb, schmerzhaft, βέλος, Il. 11, 845.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très amer, qui cause une grande douleur.
Étymologie: περί, πεύκη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπευκής -ές [περί, πεύκη] zeer pijnlijk.

Russian (Dvoretsky)

περιπευκής: больно ранящий, причиняющий мучение (βέλος Hom.).

English (Autenrieth)

ές: very sharp, Il. 11.845†.

Greek Monolingual

-ές, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που είναι υπερβολικά πικρός
2. ο εξαιρετικά οξύς, αιχμηρός, κοφτερός
3. μτφ. αυτός που είναι εξαιρετικά οδυνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πευκής (< πεύκη), πρβλ. εχεπευκής].

Greek Monotonic

περιπευκής: -ές (πεύκη), πολύ απότομος, οξύς ή αυτός που προξενεί πόνο, οδυνηρός, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

περιπευκής: -ές, (πεύκη) ὁ πάνυ πικρός, ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ βέλος περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. ἐχεπευκής. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ πεύκη».

Middle Liddell

περι-πευκής, ές πεύκη
very sharp, keen or painful, Il.