ὑψίβατος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypsivatos
|Transliteration C=ypsivatos
|Beta Code=u(yi/batos
|Beta Code=u(yi/batos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">set on high</b>, πόλιες <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>10.47</span>; τρίπους <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>1404</span> (anap.).</span>
|Definition=ὑψίβατον, [[set on high]], πόλιες Pi.''N.''10.47; τρίπους [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''1404 (anap.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui monte <i>ou</i> s'élève ; haut, élevé.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[βαίνω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>hoch [[einhergehend]], [[schreitend]], [[stehend]]</i>; πόλιες Pind. <i>N</i>. 10.47; [[τρίπους]] Soph. <i>Aj</i>. 1383.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίβᾰτος:''' [[высокий]] (Ἀχαιῶν [[πόλιες]] Pind.; [[τρίπους]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψίβᾰτος''': -ον, ὁ ὑψηλὰ κείμενος, Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες Πινδ. Ν. 10. 88· [[ὑψίβατος]] [[τρίπους]], «ὑψηλὴν βάσιν ἔχων [[χυτρόπους]]» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 1404.
|lstext='''ὑψίβᾰτος''': -ον, ὁ ὑψηλὰ κείμενος, Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες Πινδ. Ν. 10. 88· [[ὑψίβατος]] [[τρίπους]], «ὑψηλὴν βάσιν ἔχων [[χυτρόπους]]» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 1404.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui monte <i>ou</i> s’élève ; haut, élevé.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[βαίνω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ὑψίβᾰτος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[lofty]] Κλείτωρ καὶ [[Τεγέα]] καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες (N. 10.47)
|sltr=<b>ὑψίβᾰτος, -ον</b> [[lofty]] Κλείτωρ καὶ [[Τεγέα]] καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες (N. 10.47)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]] («Ἀχαιών ὑψίβατοι πόλιες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τρίποδα) αυτός που έχει ψηλή [[βάση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[βατός]] ([[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>εὔ</i>-<i>βατος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]] («Ἀχαιών ὑψίβατοι πόλιες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τρίποδα]]) αυτός που έχει ψηλή [[βάση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[βατός]] ([[βαίνω]]), πρβλ. [[εὔβατος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίβᾰτος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]], [[ψηλά]] τοποθετημένος, σε Πίνδ., Σοφ.
|lsmtext='''ὑψίβᾰτος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]], [[ψηλά]] τοποθετημένος, σε Πίνδ., Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψί-βᾰτος, ον,<br />set on [[high]], [[high]]-[[place]]d, Pind., Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐβᾰτος Medium diacritics: ὑψίβατος Low diacritics: υψίβατος Capitals: ΥΨΙΒΑΤΟΣ
Transliteration A: hypsíbatos Transliteration B: hypsibatos Transliteration C: ypsivatos Beta Code: u(yi/batos

English (LSJ)

ὑψίβατον, set on high, πόλιες Pi.N.10.47; τρίπους S.Aj.1404 (anap.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui monte ou s'élève ; haut, élevé.
Étymologie: ὕψι, βαίνω.

German (Pape)

hoch einhergehend, schreitend, stehend; πόλιες Pind. N. 10.47; τρίπους Soph. Aj. 1383.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίβᾰτος: высокий (Ἀχαιῶν πόλιες Pind.; τρίπους Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίβᾰτος: -ον, ὁ ὑψηλὰ κείμενος, Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες Πινδ. Ν. 10. 88· ὑψίβατος τρίπους, «ὑψηλὴν βάσιν ἔχων χυτρόπους» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 1404.

English (Slater)

ὑψίβᾰτος, -ον lofty Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες (N. 10.47)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται ψηλά («Ἀχαιών ὑψίβατοι πόλιες», Πίνδ.)
2. (για τρίποδα) αυτός που έχει ψηλή βάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βατός (βαίνω), πρβλ. εὔβατος].

Greek Monotonic

ὑψίβᾰτος: -ον, αυτός που βρίσκεται ψηλά, ψηλά τοποθετημένος, σε Πίνδ., Σοφ.

Middle Liddell

ὑψί-βᾰτος, ον,
set on high, high-placed, Pind., Soph.