προσεξελίσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosekselisso
|Transliteration C=prosekselisso
|Beta Code=proseceli/ssw
|Beta Code=proseceli/ssw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unrol besides</b>: of soldiers, <b class="b2">wheel</b> them <b class="b2">half-round</b>, <span class="bibl">Plb.6.40.13</span>.</span>
|Definition=[[unrol besides]]: of soldiers, [[wheel]] them [[half-round]], Plb.6.40.13.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0760.png Seite 760]] noch dazu auseinander wickeln, entwickeln, ein taktischer Ausdruck, Pol. 6, 40, 13.
}}
{{bailly
|btext=développer en outre ; amener en outre par un mouvement tournant.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐξελίσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσεξελίσσω:''' воен. сверх того совершать разворот, развертывать (''[[sc.]]'' τοὺς στρατιώτας Polyb.).
}}
{{ls
|lstext='''προσεξελίσσω''': [[ἐξελίσσω]] [[προσέτι]]· ἐπὶ στρατιωτῶν, [[ἐπιτάσσω]] αὐτοῖς ἑλιγμὸν πρὸς δεξιὰ ἢ ἀριστερά, Πολύβ. 6. 40, 13.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εκτυλίσσω]], [[αναπτύσσω]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με στρατιώτες) [[διατάζω]] ελιγμό [[προς]] τα [[δεξιά]] ή τα αριστερά («μιᾷ κινήσει τὸ μὲν τῶν ὁπλιτῶν [[σύστημα]] λαμβάνει παρατάξεως διάθεσιν, ἐὰν μή ποτε προσεξελίξαι δέῃ τοὺς ἀστάτους», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξελίσσω]] «[[ξετυλίγω]], (για στρατό) [[εκτελώ]] στρατιωτικές ασκήσεις»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσεξελίσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[εξελίσσω]] [[επιπλέον]]· λέγεται για στρατιώτες, [[επιτάσσω]], [[διατάζω]] αυτούς σε ημικυκλικό ελιγμό, σε Πολύβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to unrol [[besides]]: of soldiers, to [[wheel]] them [[half]]-[[round]], Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 11:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεξελίσσω Medium diacritics: προσεξελίσσω Low diacritics: προσεξελίσσω Capitals: ΠΡΟΣΕΞΕΛΙΣΣΩ
Transliteration A: prosexelíssō Transliteration B: prosexelissō Transliteration C: prosekselisso Beta Code: proseceli/ssw

English (LSJ)

unrol besides: of soldiers, wheel them half-round, Plb.6.40.13.

German (Pape)

[Seite 760] noch dazu auseinander wickeln, entwickeln, ein taktischer Ausdruck, Pol. 6, 40, 13.

French (Bailly abrégé)

développer en outre ; amener en outre par un mouvement tournant.
Étymologie: πρός, ἐξελίσσω.

Russian (Dvoretsky)

προσεξελίσσω: воен. сверх того совершать разворот, развертывать (sc. τοὺς στρατιώτας Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προσεξελίσσω: ἐξελίσσω προσέτι· ἐπὶ στρατιωτῶν, ἐπιτάσσω αὐτοῖς ἑλιγμὸν πρὸς δεξιὰ ἢ ἀριστερά, Πολύβ. 6. 40, 13.

Greek Monolingual

Α
1. εκτυλίσσω, αναπτύσσω επί πλέον
2. (σχετικά με στρατιώτες) διατάζω ελιγμό προς τα δεξιά ή τα αριστερά («μιᾷ κινήσει τὸ μὲν τῶν ὁπλιτῶν σύστημα λαμβάνει παρατάξεως διάθεσιν, ἐὰν μή ποτε προσεξελίξαι δέῃ τοὺς ἀστάτους», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐξελίσσω «ξετυλίγω, (για στρατό) εκτελώ στρατιωτικές ασκήσεις»].

Greek Monotonic

προσεξελίσσω: μέλ. -ξω, εξελίσσω επιπλέον· λέγεται για στρατιώτες, επιτάσσω, διατάζω αυτούς σε ημικυκλικό ελιγμό, σε Πολύβ.

Middle Liddell

fut. ξω
to unrol besides: of soldiers, to wheel them half-round, Polyb.