νεήφατος: Difference between revisions

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neifatos
|Transliteration C=neifatos
|Beta Code=neh/fatos
|Beta Code=neh/fatos
|Definition=ον, poet. for [[νεόφατος]], [[newly revealed]], ὄσσα <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>443</span>.
|Definition=νεήφατον, ''poet.'' for [[νεόφατος]], [[newly revealed]], ὄσσα ''h.Merc.''443.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se fait entendre pour la première fois.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[φημί]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui se fait entendre pour la première fois]].<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[φημί]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεήφᾰτος Medium diacritics: νεήφατος Low diacritics: νεήφατος Capitals: ΝΕΗΦΑΤΟΣ
Transliteration A: neḗphatos Transliteration B: neēphatos Transliteration C: neifatos Beta Code: neh/fatos

English (LSJ)

νεήφατον, poet. for νεόφατος, newly revealed, ὄσσα h.Merc.443.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se fait entendre pour la première fois.
Étymologie: νέος, φημί.

German (Pape)

poet. statt νεόφατος, neu gesprochen, neu ertönend, von einem nie zuvor gehörten Klange, H.h. Merc. 443, Gegensatz παλαίφατος.

Russian (Dvoretsky)

νεήφᾰτος: впервые услышанный, совершенно новый (ὄσσα HH).

Greek (Liddell-Scott)

νεήφᾰτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ νεόφατος, νεωστὶ ἐκφωνηθείς, νεοφώνητος, νεωστὶ λεχθείς, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 443, ἀντίθετον τῷ παλαίφατος.

Greek Monolingual

νεήφατος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που λέχθηκε ή που ακούστηκε για πρώτη φορά, ο λεγόμενος για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -φατος (< φημί), πρβλ. θεό-φατος, παλαί-φατος. Το -η- του τ. (αντί νεόφατος) οφείλεται σε μετρικούς λόγους για την αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].

Greek Monotonic

νεήφᾰτος: -ον, ποιητ. λέξη αντί νεόφατος, αυτός που εκφωνήθηκε πρόσφατα, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

νεή-φᾰτος, ον
new-sounding, Hhymn.