θεατρώνης: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theatronis
|Transliteration C=theatronis
|Beta Code=qeatrw/nhs
|Beta Code=qeatrw/nhs
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lessee of a theatre]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>30.6</span>.</span>
|Definition=θεατρώνου, ὁ, [[lessee of a theatre]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''30.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[θεατρώνης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θεατρικός]] [[επιχειρηματίας]] που διατηρεί θίασο ηθοποιών με έξοδά του, [[εργολάβος]] θεάτρου<br /><b>αρχ.</b><br />(στην αρχ. Αθήνα), ο [[πολίτης]] που εισέπραττε από τους θεατές ως [[δικαίωμα]] εισόδου το «θεωρικόν» και σε [[αντάλλαγμα]] πλήρωνε [[ενοίκιο]] στην [[πολιτεία]] και διατηρούσε το [[θέατρο]] σε καλή [[κατάσταση]], ο [[ενοικιαστής]] και [[υπεύθυνος]] [[επιμελητής]] του θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέατρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ωνούμαι]] «[[αγοράζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βο</i>-<i>ώνης</i>, <i>τελ</i>-<i>ώνης</i>, <i>χρυσ</i>-<i>ώνης</i>)].
|mltxt=ο (Α [[θεατρώνης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θεατρικός]] [[επιχειρηματίας]] που διατηρεί θίασο ηθοποιών με έξοδά του, [[εργολάβος]] θεάτρου<br /><b>αρχ.</b><br />(στην αρχ. Αθήνα), ο [[πολίτης]] που εισέπραττε από τους θεατές ως [[δικαίωμα]] εισόδου το «θεωρικόν» και σε [[αντάλλαγμα]] πλήρωνε [[ενοίκιο]] στην [[πολιτεία]] και διατηρούσε το [[θέατρο]] σε καλή [[κατάσταση]], ο [[ενοικιαστής]] και [[υπεύθυνος]] [[επιμελητής]] του θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέατρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ωνούμαι]] «[[αγοράζω]]» ([[πρβλ]]. [[βοώνης]], [[τελώνης]], [[χρυσώνης]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεατρώνης Medium diacritics: θεατρώνης Low diacritics: θεατρώνης Capitals: ΘΕΑΤΡΩΝΗΣ
Transliteration A: theatrṓnēs Transliteration B: theatrōnēs Transliteration C: theatronis Beta Code: qeatrw/nhs

English (LSJ)

θεατρώνου, ὁ, lessee of a theatre, Thphr. Char.30.6.

German (Pape)

[Seite 1190] ὁ, = θεατροπώλης; in Athen bekam er das Eintrittsgeld, θεωρικόν, u. mußte dafür das Theater im baulichen Zustande erhalten, auch eine Pacht an den Staat zahlen, Theophr. Char. 11.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτρώνης: -ου, ὁ, ὁ ἐνοικιαστὴς θεάτρου καὶ ἐπιμελητὴς αὐτοῦ ἐν Ἀθήναις, ὅστις ἐλάμβανεν ὡς δικαίωμα εἰσόδου τὸ θεωρικόν, ἀνθ’ οὗ ἐπλήρωνεν ἐνοίκιον εἰς τὴν πολιτείαν καὶ διετήρει τὸ θέατρον ἐν καλῇ καταστάσει, Casaub. Θεοφρ. Χαρ. 11. 3, Böckh P. E. 1. 294· πρβλ. ἀρχιτέκτων ΙΙ.

Greek Monolingual

ο (Α θεατρώνης)
νεοελλ.
θεατρικός επιχειρηματίας που διατηρεί θίασο ηθοποιών με έξοδά του, εργολάβος θεάτρου
αρχ.
(στην αρχ. Αθήνα), ο πολίτης που εισέπραττε από τους θεατές ως δικαίωμα εισόδου το «θεωρικόν» και σε αντάλλαγμα πλήρωνε ενοίκιο στην πολιτεία και διατηρούσε το θέατρο σε καλή κατάσταση, ο ενοικιαστής και υπεύθυνος επιμελητής του θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -ώνης < ωνούμαι «αγοράζω» (πρβλ. βοώνης, τελώνης, χρυσώνης)].